Αναρτήθηκε από ........ energoipoliteskv.blogspot.com
Για τη Δημόσια Τεχνική Εκπαίδευση
Μετά την μεταπολίτευση οι εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης με επικεφαλής την Ομοσπονδία τους απαιτούσαν τη δημιουργία
πολυκλαδικών λυκείων σε όλη τη χώρα, γιατί υιοθετούσαν τη μαρξιστική
αρχή του μη διαχωρισμού πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας.
Επομένως οι μαθητές έπρεπε να διδάσκονται θεωρητικά μαθήματα και παράλληλα να ασκούνται σε δεξιότητες χρήσιμες για τη ζωή τους και την μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Εντούτοις οι κυβερνήσεις της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, το 1977 και το 1983 αντίστοιχα,
διαχώρισαν την Γενική από την Επαγγελματική Εκπαίδευση, με κύριο επιχείρημα τις ανάγκες της παραγωγής, άρα και την κατάρτιση εξειδικευμένου εργατικού και υπαλληλικού τεχνικού προσωπικού. Και παρά την απαξίωση καταρχήν της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και από το μαθητικό δυναμικό, αλλά και από την Αριστερά, που διείδε ότι οι απόφοιτοί της θα ήταν εργαζόμενοι δεύτερης κατηγορίας και από μισθολογική άποψη, αλλά και από κοινωνικό status, η Τεχνολογική Εκπαίδευση προχώρησε. Και αυτό γιατί προτιμήθηκε από παιδιά που δεν τα «κατάφερναν» στο Γενικό Λύκειο λόγω έλλειψης βοήθειας από την οικογένεια και κυρίως για οικονομικούς λόγους, γιατί έπρεπε από νωρίς να βγουν στην αγορά εργασίας, γιατί ήταν ξένης προέλευσης και δεν ήξεραν καλά ελληνικά, όταν το ελληνικό σχολείο βασίζεται κυρίως σε γλωσσικά μαθήματα, ή γιατί προέρχονταν από αγροτικές περιοχές χωρίς επαγγελματική προοπτική και επέλεξαν τα αστικά κέντρα για γρήγορη επαγγελματική αποκατάσταση.
Για τη Δημόσια Τεχνική Εκπαίδευση
Επομένως οι μαθητές έπρεπε να διδάσκονται θεωρητικά μαθήματα και παράλληλα να ασκούνται σε δεξιότητες χρήσιμες για τη ζωή τους και την μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Εντούτοις οι κυβερνήσεις της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, το 1977 και το 1983 αντίστοιχα,
διαχώρισαν την Γενική από την Επαγγελματική Εκπαίδευση, με κύριο επιχείρημα τις ανάγκες της παραγωγής, άρα και την κατάρτιση εξειδικευμένου εργατικού και υπαλληλικού τεχνικού προσωπικού. Και παρά την απαξίωση καταρχήν της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και από το μαθητικό δυναμικό, αλλά και από την Αριστερά, που διείδε ότι οι απόφοιτοί της θα ήταν εργαζόμενοι δεύτερης κατηγορίας και από μισθολογική άποψη, αλλά και από κοινωνικό status, η Τεχνολογική Εκπαίδευση προχώρησε. Και αυτό γιατί προτιμήθηκε από παιδιά που δεν τα «κατάφερναν» στο Γενικό Λύκειο λόγω έλλειψης βοήθειας από την οικογένεια και κυρίως για οικονομικούς λόγους, γιατί έπρεπε από νωρίς να βγουν στην αγορά εργασίας, γιατί ήταν ξένης προέλευσης και δεν ήξεραν καλά ελληνικά, όταν το ελληνικό σχολείο βασίζεται κυρίως σε γλωσσικά μαθήματα, ή γιατί προέρχονταν από αγροτικές περιοχές χωρίς επαγγελματική προοπτική και επέλεξαν τα αστικά κέντρα για γρήγορη επαγγελματική αποκατάσταση.
Έτσι η Τεχνική Εκπαίδευση επέζησε, προχώρησε και βελτιώθηκε, χάριν του
εκπαιδευτικού προσωπικού που την πίστεψε, την ανέδειξε και πρόσφερε
ανιδιοτελώς εκπαιδευτική πείρα, μεράκι, ακόμη και τεχνολογικό υλικό.
Από την άλλη πλευρά οι βιομηχανίες της χώρας, οι δημόσιες επιχειρήσεις,
αλλά και νέοι κλάδοι, που αναπτύχθηκαν, μπορούσαν να απορροφήσουν τους
αποφοίτους των επαγγελματικών σχολών και να καλυφθούν οι ανάγκες της
αγοράς.
Εντούτοις σήμερα η Τεχνική Εκπαίδευση συρρικνώνεται και αποδομείται και
από αυτήν επέλεξε η μνημονιακή κυβέρνηση να αρχίσει την κατεδάφιση της
Δημόσιας Παιδείας, γυρνώντας την ελληνική κοινωνία σε προβιομηχανικούς
καιρούς. Γιατί, όταν η Βιομηχανική Επανάσταση και η συνακόλουθη ανάπτυξη
της Τεχνολογίας (Πληροφορικής και Αυτοματοποίησης), αλλά και του
τριτογενούς τομέα επιζητούσαν μορφωμένους και με όλο και πιο
εξειδικευμένες δεξιότητες εργαζομένους, ήταν επόμενο οι βιομηχανικές
κοινωνίες να οδηγηθούν στη λύση της μαζικής εκπαίδευσης. Αντίθετα σήμερα
γιατί να απαιτηθεί ειδική παιδεία, όταν τα εργοστάσια και οι
επιχειρήσεις κλείνουν με ταχύτατο ρυθμό λόγω της οικονομικής κρίσης;
Γιατί να απαιτείται ποιοτικό περιεχόμενο σπουδών, όταν την ελληνική
κυβέρνηση ενδιαφέρουν οι λίγοι και εκλεκτοί, ενώ τους υπόλοιπους
περιμένει η ανεργία και η υποαπασχόληση; Τι χρειάζεται η εμπεριστατωμένη
γνώση, όταν η καλύτερη μοίρα για τους επιστήμονες της χώρας είναι ο
δρόμος της μετανάστευσης στις μητροπόλεις του εξωτερικού;
Έτσι η αρχή της αποδόμησης γίνεται από την Τεχνική Εκπαίδευση, που
δείχνει και τα κριτήρια της μνημονιακής κυβέρνησης για δημιουργία μιας
«κοινωνίας του ενός τρίτου», σύμφωνα και με τις επιταγές των ευρωπαίων
εταίρων της και φυσικά των επιδιώξεων και οδηγιών του ελληνικού και
ξένου κεφαλαίου.
Επίσης είναι σημαντικό να προσέξει κανείς ότι με την κατάργηση των
σχολών νοσηλευτικής και αισθητικής των ΕΠΑΣ, πλήττονται σε πολύ μεγάλο
ποσοστό γυναίκες εργαζόμενες που χάνουν τη δουλειά τους, και
σπουδάστριες που χάνουν το σχολείο τους. Αποδεικνύεται δηλαδή ακόμη μία
φορά ότι σε περιόδους κρίσεις τα πιο ευάλωτα θύματα του εργασιακού τομέα
είναι οι γυναίκες, που ακολουθούν το δρόμο της απόλυσης και της
ανεργίας. Έτσι θεμελιώνεται και το τρίπτυχο – σύνθημα του χιτλερισμού
για τις γυναίκες το «παιδιά, κουζίνα, εκκλησία» («kinder, kuche,
kirche»), για να βρει ιδεολογικό περίβλημα το πρότυπο της απολυμένης
γυναίκας.
Δεν πρέπει ακόμη να παραλειφθεί ότι μαζί με την κατεδάφιση της Τεχνικής
Εκπαίδευσης καταργείται και ο σημαντικός τεχνολογικός εξοπλισμός της,
που ή θα ξεπουληθεί ή θα περιπέσει σε αχρηστία. Και είναι άξιο μνείας
ότι πολυώροφα κτίρια οικοδομούνται από ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς
στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και μάλιστα εγκαινιάζονται
από τον αρμόδιο υπουργό, για να στεγάσουν τους άστεγους μαθητές των
κατηργημένων δημόσιων τεχνικών σχολείων, με τσουχτερό αντίτιμο αυτή την
φορά. Έτσι η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος ακολουθείται από το
ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Πριν από λίγες μέρες εξαγγέλθηκαν νέα μέτρα για ένα νέο Τεχνικό
Λύκειο συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας, με έμφαση σε επαγγέλματα
αιχμής, με λιγότερα τμήματα και επιλογή τους ήδη από την Α΄ Λυκείου, με
περιεχόμενο σπουδών, που θα δίνει βάρος στην πρακτική εξάσκηση και θα
ελαχιστοποιεί τη γενική παιδεία. Η προοπτική αυτή δεν θα αλλάξει καθόλου
όσα καταγγέλθηκαν. Οι καταργήσεις σχολών θα επισημοποιηθούν με το
νομοσχέδιο, και είναι πιθανόν οι νέες σχολές να εξοβελίσουν και την
ελάχιστη γενική μόρφωση που σήμερα δίνεται στους μαθητές και στοχεύει σε
πολίτες με μια πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα και πολιτικοποίηση. H
επιλογή σχολών από την Α΄ Λυκείου εδραιώνει την εννιάχρονη γενική
παιδεία, όταν ο κλάδος και η ελληνική κοινωνία απαιτούν δωδεκάχρονη. Ο
μαθητής που θα θελήσει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο Γενικό Λύκειο
και θα αποτύχει, θα πρέπει να επαναλάβει την πρώτη τάξη στο Τεχνικό.
Αλλά και η ένταση των μηχανισμών επιλογής στο Γενικό Λύκειο, με τις
συνεχείς εξετάσεις, καταργεί στην ουσία κάθε δίοδο του Επαγγελματικού
Λυκείου προς το Γενικό.
Τέλος με το θεσμό της μαθητείας εισέρχεται στην αγορά εργασίας ένα
ανειδείκευτο, άρα φθηνό εργατικό δυναμικό και μάλιστα μικρότερης
ηλικίας, που θα προσφέρει εννιάμηνη εργασία, χωρίς προστασία και
δικαιώματα. Και βέβαια οι επιχειρήσεις θα επιδοτούνται για τους
μαθητευομένους μέχρι και μια διετία, αν προσλάβουν τον μαθητευόμενο, και
προοπτικά μπορεί να καθορίζουν και το περιεχόμενο σπουδών.
Άρα η ελληνική κοινωνία πρέπει να ανησυχήσει πραγματικά και να
κινητοποιηθεί για τα νέα μέτρα της δικομματικής κυβέρνησης για την
παιδεία. Δεν είναι μόνο η απόλυση κάποιων δημοσίων υπαλλήλων, που θα
μετρηθούν στο πλήθος των απολύσεων και θα επιφέρουν και άλλη ανεργία
στον ιδιωτικό τομέα, άρα και κλείσιμο και άλλων εμπορικών καταστημάτων.
Είναι η κατεδάφιση του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης και η δημιουργία
στρατιάς ανέργων ή υποαπασχολούμενων νέων χωρίς καμιά προοπτική, αφού
δεν θα είναι εφοδιασμένοι με κανένα προσόν για την μελλοντική
επαγγελματική τους πορεία, εκτός αν κάποιοι από αυτούς πληρώσουν αδρά
την εκπαίδευσή τους σε αμφίβολης ποιότητας ιδιωτικά ΙΕΚ.
Η ευθύνη λοιπόν των εκπαιδευτικών σωματείων είναι πολύ μεγάλη, γιατί
πρέπει να συντονίσουν τον εκπαιδευτικό κόσμο, αλλά και να ενημερώσουν
όλους τους ενδιαφερομένους για τη Δημόσια Παιδεία και πρώτα από όλους
γονείς και μαθητές. Είναι απαραίτητο επίσης να έρθουν σε επαφή με άλλους
εργαζόμενους, που υφίστανται τα πλήγματα του ακραίου
νεοφιλελευθερισμού, όπως οι εργαζόμενοι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα
Νοσοκομεία, αλλά και στον Ιδιωτικό Τομέα και να βρουν κοινό βηματισμό,
γιατί ο Σεπτέμβριος πρέπει να είναι «θερμός». Παράλληλα ο αγώνας που
προβλέπεται να αρχίσει είναι απαραίτητο να έχει και πολιτικά αιτήματα,
ώστε να κατανοήσει όλη η ελληνική κοινωνία ότι τα δεινά που υφίσταται
έχουν συγκεκριμένη αιτία, την μνημονιακή πολιτική, που είναι ανάγκη τώρα
να ανατραπεί.
Αθανασιάδου Μυρσίνη, εκπαιδευτικός, διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας.
Από ....... alfavita