Αναρτήθηκε από....
energoipoliteskv.blogspot.com
Ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 72 ετών, σημάδεψε με την παρουσία του το μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό.
Ο αυθορμητισμός του, ο δυναμισμός του που του χάρισε το προσωνύμιο «Μπουλντόζας», ο συγκρουσιακός χαρακτήρας του, αλλά και το πάθος με το οποίο εξέφραζε τις θέσεις του και διεκδικούσε την υλοποίηση των στόχων του, τον έκαναν να ξεχωρίζει στην Κεντροδεξιά παράταξη, αλλά και στην Βουλή.
Ο εκλιπών πολιτικός διετέλεσε για περίπου τέσσερα χρόνια πρόεδρος της ΝΔ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης(από τον Νοέμβριο του 1993 έως τον Μάρτιο του 1997), εξελέγη....
δήμαρχος Αθηναίων και θήτευσε ως υπουργός στις κυβερνήσεις Καραμανλή, Ράλλη (1974-1981) και Μητσοτάκη (1990-1993).
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1939 και ήταν γιος του Αγγέλου Έβερτ, ο οποίος υπήρξε αμφιλεγόμενο πρόσωπο: υπηρέτησε ως Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών επί γερμανικής Κατοχής (1941-1944) και αργότερα, την δεκαετία του '50, ανέλαβε την αρχηγία της Αστυνομίας Πόλεων.
Σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και ασχολήθηκε από φοιτητής με την πολιτική, ενταχθείς το 1957 στην νεολαία της ΕΡΕ, την ΕΡΕΝ, της οποίας ανέλαβε, το 1963, πρόεδρος. Την περίοδο εκείνη ξεκινά η στενή του σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον μετέπειτα ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, τον οποίο θεωρούσε «πολιτικό» του πατέρα. Παράλληλα, σύμφωνα με μαρτυρίες φοιτητών της εποχής, συμμετείχε και στις δραστηριότητες της φοιτητικής οργάνωσης ΕΚΟΦ, η οποία εκπροσωπούσε την Δεξιά και είχε γίνει γνωστή για τις σκληρές συγκρούσεις της με τις αριστερές οργανώσεις στα πανεπιστήμια.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και υπήρξε, μεταξύ άλλων, οικονομικός και διοικητικός διευθυντής στα Ναυπηγεία Ελευσίνας.
Πρώτη φορά βουλευτής το 1974
Κατά την διάρκεια της δικτατορίας του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Ήταν ιδρυτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας το 1974, και με προτροπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή πολιτεύθηκε για πρώτη φορά στην Α΄ Αθηνών, όπου και εξελέγη βουλευτής.
Το 1976 ο Κ. Καραμανλής τον τοποθετεί στη θέση του υφυπουργού Οικονομικών, απ’ όπου και ξεκινά την υπουργική του θητεία. Στις εκλογές του 1977 κάνει αισθητή την παρουσία του και εκλέγεται πρώτος βουλευτής στην Α΄ Αθηνών, στη δε συνέχεια αναλαμβάνει το υπουργείο Βιομηχανίας. Μετά την μεταπήδηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας και την επικράτηση του Γεωργίου Ράλλη στην εσωκομματική εκλογή έναντι του Ευάγγελου Αβέρωφ, ο Μ. Έβερτ αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών.
Από το 1975 έως το 1981 μαζί με τους Δημήτρη Σιούφα, Δημήτρη Βουδούρη και Χάρη Καρατζά εκδίδει το περιοδικό «Νέα Πολιτική», το οποίο αποτέλεσε «έπαλξη» του ιδεολογικού αγώνα της Νέας Δημοκρατίας. Μετά την επανεκλογή του, το 1981, ως πρώτος βουλευτής Αθηνών, συμβάλει με την μαχητικότητά του στην αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ, η οποία αναζητά τα βήματά της μετά την παραίτησή του Γεωργίου Ράλλη και την εκλογή στην ηγεσία του Ευάγγελου Αβέρωφ.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ εκείνη την περίοδο εκφράζει «σκληρές θέσεις» και έχει δεχθεί επικρίσεις ότι συνέβαλε στην όξυνση των πολιτικών παθών και την πόλωση της εποχής. Μετά την εκλογική ήττα της ΝΔ στις ευρωεκλογές του 1984 και την παραίτηση του Ευάγγελου Αβέρωφ στηρίζει τον Κωστή Στεφανόπουλο για την αρχηγία, έναντι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος επικράτησε, καθώς μάλιστα εκτιμήθηκε ως ο ιδανικότερος αρχηγός για να αντιμετωπίσει τον τότε πανίσχυρο Ανδρέα Παπανδρέου.
Η επικράτηση του Κ. Μητσοτάκη προκαλεί αρχικά αμηχανία στην λεγόμενη «καραμανλική πλευρά» της ΝΔ, η οποία, όμως, εν συνεχεία συνεργάζεται μαζί του. Μεταξύ αυτών σε κορυφαία θέση ήταν ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο οποίος τοποθετήθηκε επικεφαλής της λίστας της Α΄ Αθηνών στις εκλογές του 1985 (στις οποίες δεν ίσχυσε ο σταυρός προτίμησης) και συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τουλάχιστον μέχρι το 1990, από πολλές καίριες κομματικές θέσεις, χωρίς, όμως, να απεμπολήσει την «αυτονομία» του.
Στο Δήμο της Αθήνας
Το 1986 αποτελεί έναν ξεχωριστό σταθμό την πολιτική πορεία του Μιλτιάδη Έβερτ, αλλά και στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Τίθεται επικεφαλής του συνδυασμού «Νέα Εποχή» και κερδίζει τον δήμο της Αθήνας, ο οποίος από το 1975 ελέγχεται από την Κεντροαριστερά.
Μαζί με τους Σωτήρη Κούβελα (στη Θεσσαλονίκη) και Ανδρέα Ανδριανόπουλο (στον Πειραιά) ανατρέπουν την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κερδίζουν τους τρεις μεγαλύτερους δήμους, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια καλύτερη συνέχεια για τη Νέα Δημοκρατία.
Αρχικά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε προτείνει στο Γεώργιο Ράλλη να διεκδικήσει τον δήμο της Αθήνας, κάτι που ο πρώην πρωθυπουργός δεσμεύθηκε να σκεφτεί. Όμως, η διαρροή της είδησης της συνάντησης Ράλλη - Μητσοτάκη οδήγησε τον πρώην πρωθυπουργό να αρνηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση και έτσι επελέγη ο Μιλτιάδης Έβερτ, παρά τις αντιδράσεις που υπήρξαν από μερίδα των συνεργατών του Κ. Μητσοτάκη.
Αλλά και ο Έβερτ δεν συμφώνησε αμέσως, ζητώντας εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της υποψηφιότητάς του και για την αυτονομία των κινήσεών του. Οι κκ. Κούβελας και Ανδριανόπουλος συνέδεαν την απάντησή τους με αυτή του Έβερτ και το δικό του «ναι» έφερε την αποδοχή και των άλλων δυο.
Ο προεκλογικός του αγώνας χαρακτηρίστηκε από μια ενωτική ρητορική. Η εθνική συμφιλίωση ήταν στα προτάγματα του υποψηφίου δημάρχου Αθηναίων, κάτι που κατέλαβε εξ απήνης το ΠΑΣΟΚ το οποίο θεωρούσε τον Έβερτ «σκληροπυρηνικό δεξιό». Παράλληλα με την έκφραση μετριοπαθών θέσεων και προτάσεων, όπως η υιοθέτηση της απλής αναλογικής στις δημοτικές εκλογές, ο Έβερτ έκανε ανοίγματα στην αριστερά.
Στον πρώτο γύρο έλαβε 44,57%, ποσοστό που ήταν τα μεγαλύτερο που πήρε υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα μετά την μεταπολίτευση, τη δε εβδομάδα που μεσολάβησε μέχρι τον δεύτερο γύρο έκανε παρεμβάσεις ενωτικού χαρακτήρα και σε δηλώσεις του τόνιζε ότι η γενιά του «θέλει να κλείσει το κεφάλαιο το εμφυλίου ανεξάρτητα από νικητές και ηττημένους». Υποσχέθηκε παράλληλα ότι εάν εκλεγεί θα αξιοποιήσει κάθε θετική πρόταση των άλλων παρατάξεων. Την δεύτερη Κυριακή ο Μιλτιάδης Έβερτ έλαβε το 54,79% των ψήφων έναντι 45,21% του επί δυο τετραετίες δημάρχου Αθηναίων Δημήτρη Μπέη.
Στη διάρκεια της δημαρχιακής του θητείας πρωτοστατεί στις προσπάθειες για την ίδρυση μη κρατικών ραδιοσταθμών, ερχόμενος σε σκληρή αντιπαράθεση με την τότε κυβέρνηση. Με πρωτοβουλίες του, «στήνεται» ο πρώτος δημοτικός ραδιοφωνικός σταθμός στη χώρα ο «Αθήνα 9,84» που κυριάρχησε στα ερτζιανά τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Στην κυβέρνηση Μητσοτάκη
Χωρίς να ολοκληρώσει την τετραετή θητεία του, ο Μ. Έβερτ παραιτείται το 1989 από την δημαρχία και επανέρχεται στην κεντρική πολιτική σκηνή εκλεγόμενος βουλευτής Αθηνών, στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις του Ιουνίου και Νοεμβρίου 1989 και του Απριλίου 1990.
Στην κυβέρνηση Τζαννετάκη ανέλαβε υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στη δε κυβέρνηση Ζολώτα αρνείται να συμμετάσχει, διαφωνώντας με την σκοπιμότητα του σχηματισμού της Οικουμενικής κυβέρνησης.
Τον Απρίλιο του 1990 η ΝΔ σχηματίζει κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία 151 βουλευτών και ο Μιλτιάδης Έβερτ αναλαμβάνει το υπουργείο Προεδρίας, έχοντας ως άμεσους στόχους την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την ορθολογική κατανομή του προσωπικού στο Δημόσιο.
Επί των ημερών του ξεκινά ένα πρόγραμμα μετατάξεων, που προκαλεί αντιδράσεις και κατηγορίες από την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία κάνει λόγο για διώξεις.
Παράλληλα όμως ξεκινά να «φιλοτεχνεί» το ηγετικό του προφίλ και να καλλιεργεί τις αρχηγικές του φιλοδοξίες. Η πρώτη κόντρα με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη δεν αργεί να ξεσπάσει. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1990 σε συνέντευξή του επικρίνει την κυβέρνηση πως με την πολιτική της «διεύρυνε την κοινωνική αδικία και αύξησε τον πληθωρισμό». Στις 3 Νοεμβρίου δηλώνει ότι η κυβέρνηση με την φορολογική πολιτική της «δεν μοίρασε σωστά τα βάρη», ενώ δεν διστάζει να επιτεθεί και κατά του ίδιου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όταν, στις 17 Νοεμβρίου, ο τότε πρωθυπουργός είχε πει ότι η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποτελούσε απολογητικό υπόμνημα. Ο Μιλτιάδης Έβερτ σχολίασε λέγοντας ότι «η δήλωση Μητσοτάκη εξυπηρετεί το ΠΑΣΟΚ».
Την 1η Δεκεμβρίου 1990 εξέφρασε τις διαφωνίες του για τον τρόπο προσλήψεων στο Δημόσιο και παραιτήθηκε από την διυπουργική επιτροπή για τις προσλήψεις. Λίγες μέρες μετά, στις 4 Δεκεμβρίου, ο Κ. Μητσοτάκης αντεπιτέθηκε κατηγορώντας δημοσίως τον Έβερτ ότι δημιουργούσε προσκόμματα στο έργο της κυβέρνησης από την πρώτη ημέρα του σχηματισμού της.
Η κόντρα Έβερτ - Μητσοτάκη έφτασε στο αποκορύφωμά της στις 26 Οκτωβρίου 1991, ημερομηνία κατά την παραιτήθηκε, ή, κατ’ άλλους απομακρύνθηκε από το υπουργείο Προεδρίας, λόγω της αντιπαράθεσής του με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά και τον τότε υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά. Η παραίτησή του προκάλεσε την πρώτη σοβαρή κρίση στην οριακά πλειοψηφούσα ΝΔ, αφού ορισμένοι βουλευτές της επιρροής Έβερτ ήθελαν να ρίξουν την κυβέρνηση, κάτι που απέτρεψε ο ίδιος με παρέμβασή του, όπως επισημαίνει στο βιβλίο του «Ιστορία της ΝΔ» ο στενός συνεργάτης του Άγγελος Μπρατάκος.
Στις 8 Νοεμβρίου κατήγγειλε ότι παρακολουθείται από στελέχη της ΕΥΠ, έναν εκ των οποίων συνέλαβαν οι άνδρες της φρουράς του. Έκτοτε συχνά ο Έβερτ με δηλώσεις του στρεφόταν κατά της κυβέρνησης και υπουργών της και στις 7 Σεπτεμβρίου του 1992, μαζί με τον Σταύρο Δήμα και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο απέστειλαν επιστολή στον πρωθυπουργό λέγοντάς του ότι η κυβέρνηση απειλείται με κατάρρευση, λόγω των μετώπων που έχει ανοίξει. Τότε δημιουργήθηκε η άτυπη «ομάδα των τριών», όπως αποκλήθηκε, η οποία αποτελούσε το βασικό πόλο της εσωτερικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση.
Στις 17 Σεπτεμβρίου, οι «τρεις» επανήλθαν με υπόμνημά τους στον πρωθυπουργό, εκφράζοντας την ριζική διαφωνία τους με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, ενώ μέχρι το τέλος της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ, ήταν έντονες οι παρεμβάσεις και οι διαφωνίες τους. Στις 10 Οκτωβρίου διεξάγονται εκλογές: η ΝΔ χάνει με διαφορά 6,5 μονάδων (46,8% το ΠΑΣΟΚ έναντι 39,3% της ΝΔ) και το ίδιο βράδυ ο Μητσοτάκης ανακοινώνει την παραίτησή του και την πρόθεσή του κινήσει τις διαδικασίες της διαδοχής του.
Η περίοδος της αρχηγίας στη ΝΔ
Ο Μιλτιάδης Έβερτ «σαν έτοιμος από καιρό» ανακοίνωσε τις προθέσεις του να διαδεχθεί τον Κ. Μητσοτάκη, ενώ τις ίδιες προθέσεις ανακοίνωσαν ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης, ο Σωτήρης Κούβελας, ο Γιάννης Κεφαλογιάννης και ο Γιώργος Σουφλιάς. Μετά από ένα δραματικό παρασκήνιο στην κούρσα της διαδοχής έμειναν μόνον οι δύο πρώτοι. Είχε προηγηθεί σειρά επαφών και συναντήσεων μεταξύ των υποψηφίων αρχηγών, συμφωνίες στήριξης, καταμέτρηση δυνάμεων.
Μεταξύ των συμφωνιών που έγιναν γνωστές, ήταν και των δύο «μονομάχων» με τριτεγγυητή τον Αθανάσιο Τσαλδάρη, η οποία διέρρευσε στον τύπο και, σύμφωνα με πηγές της εποχής, προέβλεπε ότι ο ηττημένος θα αναλάμβανε θέση αντιπροέδρου (βλέπε: Άγγελος Μπρατάκος: «Η ιστορία της ΝΔ»). Η διαρροή της συμφωνίας προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των υπολοίπων διεκδικητών, οι οποίοι αναζήτησαν τρόπο αντίδρασης, αλλά τελικά αποσύρθηκαν από την κούρσα.
Στις 3 Νοεμβρίου 1993 άλλαξε και επίσημα η σκυτάλη στην ηγεσία της ΝΔ και ο Μιλτιάδης Έβερτ έκανε ένα όνειρό του πραγματικότητα, να αναλάβει τα ηνία του κόμματος που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως εξομολογήθηκε σε κατ’ ιδίαν συζήτησή του σε δημοσιογράφο εφημερίδας που στήριζε τη ΝΔ, ένα χρόνο μετά την νίκη του. Το εκλεκτορικό σώμα ανέρχονταν σε 183 άτομα και απαρτιζόταν από τους 111 βουλευτές του κόμματος, τους 9 ευρωβουλευτές και τους 63 εκπροσώπους των οργανώσεων. Ο Μιλτιάδης Έβερτ κατήγαγε συντριπτική νίκη αφού έλαβε 141 ψήφους έναντι 37 ψήφων του Γιάννη Βαρβιτσιώτη, η πλευρά του οποίου εκτιμούσε ότι τον Έβερτ στήριξε και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος διατηρούσε επιρροή στην κοινοβουλευτική ομάδα και τον κομματικό μηχανισμό.
Πρώτο μέλημα του νέου προέδρου της ΝΔ ήταν η ανανέωση προσώπων και ιδεολογίας στο κόμμα. Προσπάθησε, όπως λένε φίλοι και συνεργάτες του, να τηρήσει τις ισορροπίες, αλλά τελικά το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θα έδινε στη ΝΔ την εικόνα ενός κόμματος με αρραγή ενότητα. Οι συγκρούσεις δεν άργησαν να έρθουν. Στο Γ΄ συνέδριο του κόμματος στη Χαλκιδική τον Απρίλιο 1994, έγινε μια ιδεολογική στροφή και ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» επανήλθε στο προσκήνιο. Μάλιστα την εισήγηση για τις ιδεολογικές αρχές του κόμματος την έκανε ο τότε γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού Κώστας Καραμανλής. Ο Έβερτ στην παρέμβασή του είχε περιγράψει τα όρια που κινείται η ιδεολογία της ΝΔ, απορρίπτοντας «τον σοσιαλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό». Κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις στελεχών με επικεφαλής τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι η τοποθέτηση Έβερτ έθετε τους νεοφιλελεύθερους εκτός κόμματος.
Πρώτο «κρας τεστ» για τον νέο αρχηγό της ΝΔ ήταν οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 1994, μια αναμέτρηση την οποία έχασε η ΝΔ, συγκεντρώνοντας 32,62% έναντι 37,61% του ΠΑΣΟΚ. Δεύτερο «κρας τεστ» ήταν οι δημοτικές εκλογές το φθινόπωρο του ίδιου έτους, στις οποίες για πρώτη φορά θα εκλέγονταν και οι νομάρχες. Η ΝΔ κέρδισε την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, καθώς και αρκετούς δήμους μεγάλων πόλεων, έχασε όμως τον Πειραιά, και την πλειονότητα των νομαρχιών.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ εδραιωνόταν στην ηγεσία της ΝΔ και πίστευε ότι αργά ή γρήγορα θα γίνει πρωθυπουργός. Η κλονισμένη υγεία του Ανδρέα Παπανδρέου συνέβαλε σε αυτή την πεποίθηση των στελεχών της ΝΔ.
Διαγραφές στελεχών μεσαίου βεληνεκούς, όπως ο Γιάννης Δημητροκάλης, ενέτειναν τις εσωτερικές κόντρες, και δημιουργούσαν επικίνδυνο κλίμα στο κόμμα. Την ίδια στιγμή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έλεγε ανοιχτά σε εκδήλωση εφημερίδας, ότι «δεν θα αφήσω τον Έβερτ να διαλύσει το κόμμα». Η κόντρα «εβερτικών» και «μητσοτακικών» επεκτάθηκε και στον συνδικαλισμό, όπου έγιναν διαγραφές στελεχών της ΔΑΚΕ. Οι δημοσκοπήσεις, όμως, της εποχής έδιναν στη ΝΔ το προβάδισμα, καλλιεργώντας ένα κλίμα αισιοδοξίας στην ηγεσία, η οποία «έβλεπε» το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται προ αδιεξόδου, όταν αιφνιδιαστικά εισήχθη ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Ωνάσειο στις 20 Νοεμβρίου του 1995.
Τότε όλα έδειχναν ιδανικά για τον Μιλτιάδη Έβερτ και μάλιστα μερίδα του συμπολιτευόμενου Τύπου τον παρουσίαζε ως τον «διάδοχο του Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία». Όμως, η διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη δημιούργησε τελείως διαφορετικά δεδομένα και αιφνιδίασε την ΝΔ, η οποία φάνηκε απροετοίμαστη.
Το επεισόδιο των Ιμίων (1996) προς στιγμή «φρέναρε» την δυναμική που ανέπτυσσε ο Κώστας Σημίτης, αλλά δεν προκάλεσε «ανήκεστο βλάβη» στο ΠΑΣΟΚ. Ο Μιλτιάδης Έβερτ επικρίθηκε τότε έντονα από μεγάλη μερίδα του Τύπου για την πολύ σκληρή αντίδρασή του στη Βουλή και για ακραίες εκφράσεις που χρησιμοποίησε σε βάρος του τότε πρωθυπουργού. Οι αλλαγές στο εσωτερικό του κόμματος, τις οποίες επεχείρησε ο Μ. Έβερτ για να περιορίσει τις αντιδράσεις από την εσωκομματική αντιπολίτευση, δεν έκαναν τη διαφορά, αφού στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1996 επικράτησε εκ νέου το ΠΑΣΟΚ (με 41,49%), ενώ η ηττημένη ΝΔ (που έλαβε 38,12%) εισήλθε σε νέα φάση μεγάλης εσωστρέφειας.
Η ήττα στις εκλογές και η έξοδος
Τα κατά καιρούς λεκτικά ολισθήματα του Μιλτιάδη Έβερτ αξιοποιήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ, οι δε οι συνεχείς κόντρες στο εσωτερικό της ΝΔ δεν έδιναν την εικόνα ενός κόμματος που είχε συνοχή και ήταν έτοιμο να κυβερνήσει, ενώ φίλοι του θεωρούν ότι ήταν πολύ νωπό το κυβερνητικό παρελθόν της ΝΔ.
Ο Έβερτ παραιτείται το βράδυ των εκλογών, αιφνιδιάζοντας ακόμη και τους συνεργάτες του, ενώ ο Γιώργος Σουφλιάς μετά από λίγες μέρες ανακοινώνει την υποψηφιότητά του. Το ίδιο έπραξαν ο Στέφανος Μάνος και η Ντόρα Μπακογιάννη, ενώ ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης βολιδοσκόπησε τον παραιτηθέντα πρόεδρο της ΝΔ, εάν θα τον στήριζε σε μια πιθανή δική του υποψηφιότητά. Ο Έβερτ από την πλευρά του βολιδοσκόπησε τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος απάντησε αρνητικά.
Στη συνέχεια κι αφού τα πράγματα είχαν αρχίσει να οδηγούνται σε αδιέξοδο, με την εσωστρέφεια και τις ανταλλαγές κατηγοριών μεταξύ στελεχών να ανεβάζουν επικίνδυνα την εσωκομματική ένταση, ο Μιλτιάδης Έβερτ, μετά από πίεση των υποστηρικτών του, όπως ο ίδιος ανέφερε τότε, αναίρεσε την παραίτησή του και έθεσε εκ νέου υποψηφιότητα.
Στις 4 Οκτωβρίου έγινε η εκλογή του νέου προέδρου, σε κλίμα άγριας εσωκομματικής πόλωσης. Ψήφισαν 193 βουλευτές, ευρωβουλευτές και εκλέκτορες της οργανωμένη βάσης, και ο Μιλτιάδης Έβερτ κέρδισε λαμβάνοντας 103 ψήφους έναντι 84 ψήφων του Γιώργου Σουφλιά. Η νέα εσωκομματική νίκη του Έβερτ όμως ουδόλως συνέβαλε στην εκτόνωση της κατάστασης και την λήξη της εσωστρέφειας. Οι δυο μονομάχοι παρέπεμψαν στο συνέδριο του επόμενου χρόνου, το οποίο, όπως συμφωνήθηκε με πρόταση του Γιάννη Βαρβιτσιώτη, θα εξέλεγε αρχηγό.
Επί μερικούς μήνες Σουφλιάς και Έβερτ προετοιμάζονταν μεθοδικά, αλλά η υποψηφιότητα του Κώστα Καραμανλή ανέτρεψε τα δεδομένα. Η υποψηφιότητα Καραμανλή, την οποία στήριξαν νέοι βουλευτές της ΝΔ, συνεπικουρούμενοι από το Γ. Βαρβιτσιώτη και το Γ. Κεφαλογιάννη, αιφνιδίασε τον Μ. Έβερτ και τον πίκρανε. Όπως δε λένε φίλοι του αυτήν την πικρία δεν την ξεπέρασε ποτέ.
Το συνέδριο του Μαρτίου του 1997 αποτέλεσε «Βατερλό» για το Μιλτιάδη Έβερτ, αφού ήρθε τρίτος (25,34%), μετά τον Κώστα Καραμανλή (40,73%) και τον Γιώργο Σουφλιά (30,52%), ενώ υποψήφιος ήταν και ο Βύρων Πολύδωρας (3,41%). Όμως στο δεύτερο γύρο στήριξε τον Καραμανλή, ο οποίος και εξελέγη πρόεδρος με 69,15%.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ ήταν πικραμένος, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πολιτικός που τον συνάντησε στο σπίτι του στο Πικέρμι, λίγες μέρες πριν εισαχθεί στο Ιπποκράτειο. Και αυτό γιατί, όπως είπε στο συνομιλητή του, τον ξέχασαν αρκετοί από αυτούς που ευεργετήθηκαν από αυτόν.
Παρέμεινε βουλευτής μέχρι τις εκλογές του 2009, αλλά η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί. Στήριξε τον Κώστα Καραμανλή ως πρόεδρο της ΝΔ και ως πρωθυπουργό στη συνέχεια, διατηρώντας όμως την αυτονομία του. Άλλωστε, δεν δίστασε ποτέ να κάνει κριτική στις κυβερνήσεις της ΝΔ, όταν διαφωνούσε με νομοσχέδια, προκαλώντας την οργή υπουργών. Η τελευταία πολιτική πράξη του Μ. Έβερτ ήταν η δημόσια στήριξή του τον Νοέμβριο του 2009, στην πάλαι ποτέ αντίπαλό του Ντόρα Μπακογιάννη, στη διεκδίκηση της αρχηγίας της ΝΔ έναντι του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος κέρδισε.
Ο Μιλτιάδης Έβερτ ήταν νυμφευμένος με τη φωτογράφο Λίζα Βάντερπουλ και είχαν δυο κόρες.
Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία, όπως: «Καραμανλής, ο Αναμορφωτής», «Ο κόσμος που έρχεται, Ο ρόλος της Ελλάδος στο διεθνές περιβάλλον», «Ειρηνική Επανάσταση για τη Νέα Εποχή» και «Άγγελος Έβερτ. Η δράση του στην Κατοχή μέσα από μαρτυρίες πρωταγωνιστών της εποχής».
ΑΠΕ