Αναρτήθηκε από...... energoipoliteskv.blogspot.com
Του Μιχάλη Μιχελή
Αγάπη μου με θυμήθηκες;
Σήμερα, γιορτάζουν οι ερωτευμένοι!
Το τριαντάφυλλο στο χέρι, το χαμόγελο φαρδύ και τα χέρια πλέκονται στην αγκαλιά του συντρόφου.
Μια εικόνα χίλιες λέξεις κι έστω για την μέρα αυτή, τα λουλούδια, τα φιλιά κι ευχές, είναι το βάλσαμο της αγάπης.
Ας αρχίσουμε από τα πεζά.
Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, αεροσκάφη cargo, από πολλά μέρη του κόσμου, γεμάτα τριαντάφυλλα, κατευθύνονται στις καταναλωτικές αγορές των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Αυστραλίας και Ιαπωνίας. Μόνο από το Εκουαδόρ και την Κένυα, έφυγαν (3 τζάμπο από κάθε χώρα), για να προλάβουν σήμερα το πρωί την αγορά πριν ανοίξει.
Υπολογίζεται ότι πάνω από 5 εκατομμύρια λουλούδια από τον Τρίτο Κόσμο, θα φτάσουν στ’ ανθοπωλεία, για να γίνουν το δέλεαρ, μιας ευχής, μιας υπόσχεσης, μιας υπενθύμισης, μιας συνήθειας, μιας ψυχικής εκτόνωσης. Αγάπη, φιλί, λουλούδι. Η συσκευασία του πόθου, που μεταφράζεται σε απέραντα ανθοκήπια, με χιλιάδες εργάτες (κυρίως γυναίκες), χημικά λιπάσματα, εντομοκτόνα, ρυπασμένα νερά. Ασθένειες που προέρχονται από την υπερβολική χρήση χημικών, για να βγει ωραίο φωτεινό το χρώμα, για να κρατηθεί ζωντανό το λουλούδι, μέχρι να φτάσει στο χέρι της αγαπημένης.
Μονομιάς ένα τριαντάφυλλο, αλλάζει ακόμη και τις πιο κακομούτσουνες διαθέσεις. Αφήνεις στην άκρη, τις αντιρρήσεις και προχωράς …προς τα σύννεφα.
Όμως η αγάπη δεν περιλαμβάνει μόνο τα σιρόπια… Έχει και την άλλη πλευρά της, αυτή που δεν θέλει να τη σκέπτεται καθόλου ο ερήμην παθών και που αναστενάζει από την άλλη (με καημό), ο πρωταγωνιστής κι η πρωταγωνίστρια. της παράτολμης περιπέτειας.
«Οι κερατάδες».
Η έκφραση «κεράτωμα», εμφανίζεται τον 4ο π.Χ. αιώνα στις κωμωδίες του Μένανδρου, που οικτίρει το άγος του απατημένου συζύγου, που έχει περιβληθεί με κέρατα. Τον 2ον μ.Χ. αιώνα, ο Αρτεμίδωρος ο Παραδοξογράφος αναφέρει, για τα «κέρατα ποιείν τινί».
Τι ήταν λοιπόν αυτό το «κέρατο», που έγινε διάσημο κι είναι το σκήπτρο της απιστίας, για περισσότερο από 2.000 χρόνια;
Το παλιό καλό καιρό δεν υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα και πέρα απ’ αυτήν, ξενοδοχεία της «αρπαχτής», αυτά που σήμερα συμβολίζονται με τα: «Hotel ΧΧΧ».
Τα παράνομα ζευγάρια, δεν εύρισκαν εύκολα την ησυχία τους για ν’ απολαύσουν τη σαγήνη και το πάθος των ερωτικών τους πράξεων. Ήταν πολύ επικίνδυνο να το κάνουν στο σπίτι της παντρεμένης κυρίας, γιατί συνήθως τέτοιες παράτολμες πράξεις, κατέληγαν σε φόνο ή στα δικαστήρια.
Η μοιχεία ήταν έγκλημα βαρύτατο και η τιμωρία των μοιχών, αφηνόταν στην επιλογή του δικαστή (αν έφταναν τελικά ως εκεί), γιατί στην Αθήνα, οι παλαιότεροι νόμου του Δράκοντα, τους μοιχούς, τους παρατούσαν στο έλεος του συζύγου. Μαχαίρι ή λιθοβολισμός.
Με τους νόμους όμως του Σόλωνα, πρόσφεραν στο σύζυγο τρεις εναλλακτικές λύσεις: Είτε να τους σκοτώσει και τους δύο, είτε να ευνουχίσει το μοιχό, είτε να τον αναγκάσει (να εξαγοράσει) τη ζωή του, στην τιμή που καθόριζε ο απατημένος.
Επειδή λοιπόν τα πράγματα ήταν ζόρικα, τα παράνομα ζευγαράκια την έβρισκαν στις στάνες, που ήταν στα βουνά, απομακρυσμένες από τα μάτια των πολλών και από τους κουτσομπόληδες.
Φυσικά, όλα εξελίσσονταν εν γνώσει του τσομπάνη. Όμως τίποτε δεν γίνονταν με το αζημίωτο. Ο εραστής, πλήρωνε την ώρα που ήταν με τη δικιά του στο αχυρώνα, όσο κόστιζε η αξία ενός τράγου. Και μ’ αυτήν τη συναλλαγή, όλα γίνονταν μουλωχτά και παστρικά! Έλα όμως που μερικοί βοσκοί το παρακάνανε στους εκβιασμούς; Ανέβαζαν λοιπόν κάθε τόσο την τιμή του τράγου. Μερικοί εραστές αγανακτούσαν με την κοροϊδία της υπερτιμολόγησης κι έτσι δεν πλήρωναν. Τότε έξαλλος ο τσομπάνης, φρόντιζε να πάρει εκδίκηση. Έσφαζε τον τράγο και φυσικά έστελνε στον απατημένο σύζυγο, σουβενίρ… τα κέρατα, που του φόρεσε η κυρία του.
Οι περισσότεροι κύριοι φρόντιζαν να τα κρύβουν, ώστε να μην διαδοθεί το νέο. Έπρεπε να μείνει μόνο για κειμήλιο του σπιτιού! Μερικοί όμως πείσμωναν, δεν άντεχαν τον εξευτελισμό και κατέληγαν την υπόθεση στο δικαστήριο. Ο δικαστής, εφόσον τους έκρινε ενόχους, καταδίκαζε συνήθως σε χρηματική ποινή τον μοιχό ή του επέβαλε την ραφανίδωση (ή παράτιλμο). Δηλαδή του έβαζαν στον πρωκτό ραπανάκι, οπότε στο εξής τον αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «εύπρωκτον»! Άλλη πάλι ποινή, ήταν το κούρεμα γουλί, που το έλεγαν «μοιχό».
Ο δικανικός λογογράφος Λυσίας, μας έγραψε για τον Ευφίλητο. Ο εν λόγω κύριος, παρακολούθησε την γυναίκα του και την έπιασε να το κάνει σ’ ένα μαντρί, με κάποιο Ευφρόνιο. Τότε ο μαινόμενος σύζυγος, τράβηξε μαχαίρι κι απείλησε ότι θα σκοτώσει τον εραστή, αν δεν πλήρωνε ο γκόμενος, όλα τα κερατιάτικα, που χρώσταγε σε διάφορες στάνες! Τι να κάνει ο καημένος ο εραστής. Άνοιξε το πουγκί του κι έστειλε τα έξοδα για οχτώ τράγους! Στη συνέχεια ο Ευφρόνιος «τσαμπουκαλεύτηκε» κι έστειλε τον Ευφίλητο για εκβιασμό στα δικαστήρια! Όμως εκεί έχασε την υπόθεση, από τον φοβερό λόγο του Λυσία (που τον συνέγραψε), για τον απαγγείλει ο απατημένος σύζυγος Ευφίλητος!
Ας σημειωθεί ότι η ποινή της εξαγοράς, είχε ταξικό χαρακτήρα, αφού μονάχα οι πλούσιοι μπορούσαν να ξεμπλέξουν πληρώνοντας. Έτσι οι φτωχοί, αναγκαστικά χωρίς λεφτά, «έτρωγαν στα οπίσθια» το ραπανάκι!
Αν η γυναίκα που «πιανόταν στα πράσα», ήταν ανύπανδρη, ο αδελφός η ο πατέρας της, μπορούσαν να ζητήσουν αποζημίωση από τον γαμπρό ή να δεχθεί εκείνος να την παντρευτεί. Σε περίπτωση όμως βιασμού παρθένας, το δικαστήριο επέβαλλε στο βιαστή, πρόστιμο 10 μνων (1.000 δραχμών), δεκαπλάσιο δηλαδή από το πρόστιμο για το βιασμό παντρεμένης.
Ο Πλούταρχος αναφέρει για την «ονοβάτιδα», στην Κύμη της Ευβοίας. Δηλαδή την μοιχαλίδα την έβαζαν πάνω σε ένα πέτρινο βάθρο, για να την βλέπουν όλοι στην αγορά και στη συνέχεια την περιέφεραν μ’ ένα γάιδαρο, για να την εξευτελίσουν. Μετά την καταδίκη της, η μοιχαλίδα διωχνόταν αμέσως από το σπίτι και της απαγορευόταν να μετέχει σε θρησκευτικές τελετές.
Κι από τα κερατώματα ας περάσουμε στο «βούκινο».
Μερικοί λοιπόν εραστές, όταν άνοιγε ο καιρός και ηρεμούσε η θάλασσα, έβρισκαν πιο σαγηνευτική την ιδέα να τη βρούνε αραχτοί στην αμμουδιά, στα κοντινά νησιά και στα ερημικά παράλια. Πλήρωναν λοιπόν τον καραβοκύρη γι’ αυτή την εξυπηρέτηση να τους πάει εκεί, όσα χρήματα χωρούσαν σ’ ένα βούκινο (το γνωστό οστρακοειδές, που μοιάζει σαν χωνί). Όμως, ο πονηρός ναυτικός, στην επιστροφή δυσανασχετούσε κι έλεγε διάφορες δικαιολογίες, για να δείξει ότι αυτή η εξυπηρέτηση που έκανε, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έτσι ζητούσε περισσότερα χρήματα για την περατσάδα. Αν ήταν κακοπληρωτές οι εραστές, έστελνε στον απατημένο σύζυγο το «βούκινο».
Από τους Έλληνες, το κέρατο πέρασε και στους Ρωμαίους, που ως έκφραση χρησιμοποιήθηκε αρκετά, αν δούμε, το πώς έχει εξελιχθεί μέχρι σήμερα στους Ιταλούς. Ο χαρακτηρισμός «κορνούτο», με τη σχετική χειρονομία (σύμβολο), είναι ντροπή και απαιτεί ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στη νότιο Ιταλία (στην περιοχή της Καζέρτα), κάθε απόκριες διακωμωδούν την υπόθεση και διοργανώνουν την παρέλαση του κερατά!
«Κραγμένοι»!
Η ιστορία του κερατώματος όμως, έχει και μια ακόμη ιστορική λεπτομέρεια.
Όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Προκόπιος στο Βυζάντιο, αν οι φίλοι του απατημένου συζύγου, μάθαιναν τα καθέκαστα για τα παθήματα του κολλητού τους, έβαζαν μέσα σε καλαμένιο κλουβί, δυο κοράκια, που συμβόλιζαν τους παράνομους εραστές. Πήγαιναν λοιπόν κι άφηναν το κλουβί έξω από το σπίτι του απατημένου φίλου. Μ’ αυτή τη συμβολική πράξη, έδειχναν ότι μια μέρα θα πιαστούν στα πράσα οι μοιχοί. Τα κακόμοιρα τα κοράκια, προσπαθούσαν ν’ απελευθερωθούν κι …έκραζαν. Το κράξιμο κάρφωνε τον απατημένο σύζυγο. Κι απ’ αυτή την ιστορία έβγαινε και κραγμένος!
…Από τους πρώτους εκείνους κερατάδες, οι εποχές εξελίχθηκαν, αλλά τα ήθη παρέμειναν ίδια, ως προς την απιστία, που μάλλον φαίνεται δύσκολο να την χωνέψει κανείς εύκολα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην ελληνική κοινωνία, έγιναν αλλαγές συμπεριφοράς, από τα νέα δεδομένα που αναπτύχθηκαν τότε, μέσα στον συντηρητικό αγροτικό και αστικό περίγυρο. Η γυναίκα, από εντελώς παθητικός αποδέκτης, του δεύτερου ρόλου της, στην κοινωνία (νοικοκυρά ), επιζήτησε ν’ αποδεσμευτεί από τον ασφυκτικό εγκλεισμό, που της έβαζε η συντηρητική οικογένειά της. Σπούδασε, πέρασε στην εργασία, απόκτησε εισόδημα, απεγκλωβίστηκε από τον «αναγκαστικό» σύζυγο. Έτσι στο επίπεδο της ατιμίας, παρατηρούμε ένα ενδεικτικό δείγμα. βίαιης συμπεριφοράς, «τσαμπουκαλέματος των ανδρών». Οι πολλοί φόνοι, που έγιναν στις αρχές της συγκεκριμένης δεκαετίας, από καβγάδες κι ερωτικές αντιζηλίες, νόμιμων και παράνομων ζευγαριών. Η χειραφέτηση της γυναίκας, δεν μπόρεσε εύκολα να χωνευτεί από την παραδοσιακή ανδροκρατία. Ο αδελφός, ο σύζυγος, ο εραστής, με την αυτοδικία τους, ξεκαθάρισαν με αίμα, την «ντροπή» που δέχτηκε ο εγωισμός τους. Η λέξη του «κερατά» ήταν βαριά βρισιά τότε, γι’ αυτό και τιμωρείτo αυστηρά η μοιχεία από το νόμο. Η διαπόμπευση των μοιχών, με τις φωτογραφίες και τη συκοφαντία, ήταν το γενικό περίγραμμα της κατάστασης. Πολλοί έφυγαν άρον άρον από τις αγροτικές περιοχές και κλείστηκαν στις μεγάλες πόλεις (κυρίως στην Αθήνα), για να εξασφαλίσουν την λυτρωτική ανωνυμία. Όμως τα σκληρά χρόνια πέρασαν, απελευθερώθηκε η εξωσυζυγική σχέση, έπεσαν τα ταμπού και τελικά το 1982 στην Ελλάδα, παύει η εν λόγω πράξη, να είναι ποινικό αδίκημα. Η μοιχεία δεν διώκεται πλέον ποινικά , αλλά το κέρατο και το βούκινο, πώς να το κάνουμε, έμειναν κατάλοιπα.
Και όμως υπάρχουν κι αυτά.
Τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, όπως σημειώνονται στις στατιστικές των εταιριών σεξουαλικής υποστήριξης ( κομψό όνομα), αυξάνονται τα τηλεφωνήματα των μοναχικών ανθρώπων, που θέλουν έστω και επί πληρωμή, ν’ ακούσουν ένα τρυφερό λόγο, να νιώσουν έστω για μια στιγμή, ότι αυτή η ανώνυμη φωνή με το λάγνο σεξουαλικό ύφος, τους δίνει το εικονικό φιλί, την υπόσχεση ότι η ζωή δεν είναι τόσο άσχημη και απόκοσμη, ότι όλοι, ακόμη κι αυτοί οι αποκαρδιωμένοι, μπορούν κάποια στιγμή να βρουν το ταίρι που ποθούν.
Η φωνή ακούγεται αργά από το ακουστικό του τηλεφώνου…
«Λοιπόν τι λες; Πάρε, ένα σοκολατάκι. Βάλτο αργά στο στόμα σου και νιώσε τη γλύκα του έρωτα»(*). Happy Saint Valentine!
Και του χρόνου.
Μιχάλης Μιχελής
ΥΓ. (*) Στην Ιαπωνία και Κορέα αυτή την κίνηση τη συνηθίζουν του Αγίου Βαλεντίνου. Την ονομάζουν» giri-choco»
Του Μιχάλη Μιχελή
Αγάπη μου με θυμήθηκες;
Σήμερα, γιορτάζουν οι ερωτευμένοι!
Το τριαντάφυλλο στο χέρι, το χαμόγελο φαρδύ και τα χέρια πλέκονται στην αγκαλιά του συντρόφου.
Μια εικόνα χίλιες λέξεις κι έστω για την μέρα αυτή, τα λουλούδια, τα φιλιά κι ευχές, είναι το βάλσαμο της αγάπης.
Ας αρχίσουμε από τα πεζά.
Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, αεροσκάφη cargo, από πολλά μέρη του κόσμου, γεμάτα τριαντάφυλλα, κατευθύνονται στις καταναλωτικές αγορές των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Αυστραλίας και Ιαπωνίας. Μόνο από το Εκουαδόρ και την Κένυα, έφυγαν (3 τζάμπο από κάθε χώρα), για να προλάβουν σήμερα το πρωί την αγορά πριν ανοίξει.
Υπολογίζεται ότι πάνω από 5 εκατομμύρια λουλούδια από τον Τρίτο Κόσμο, θα φτάσουν στ’ ανθοπωλεία, για να γίνουν το δέλεαρ, μιας ευχής, μιας υπόσχεσης, μιας υπενθύμισης, μιας συνήθειας, μιας ψυχικής εκτόνωσης. Αγάπη, φιλί, λουλούδι. Η συσκευασία του πόθου, που μεταφράζεται σε απέραντα ανθοκήπια, με χιλιάδες εργάτες (κυρίως γυναίκες), χημικά λιπάσματα, εντομοκτόνα, ρυπασμένα νερά. Ασθένειες που προέρχονται από την υπερβολική χρήση χημικών, για να βγει ωραίο φωτεινό το χρώμα, για να κρατηθεί ζωντανό το λουλούδι, μέχρι να φτάσει στο χέρι της αγαπημένης.
Μονομιάς ένα τριαντάφυλλο, αλλάζει ακόμη και τις πιο κακομούτσουνες διαθέσεις. Αφήνεις στην άκρη, τις αντιρρήσεις και προχωράς …προς τα σύννεφα.
Όμως η αγάπη δεν περιλαμβάνει μόνο τα σιρόπια… Έχει και την άλλη πλευρά της, αυτή που δεν θέλει να τη σκέπτεται καθόλου ο ερήμην παθών και που αναστενάζει από την άλλη (με καημό), ο πρωταγωνιστής κι η πρωταγωνίστρια. της παράτολμης περιπέτειας.
«Οι κερατάδες».
Η έκφραση «κεράτωμα», εμφανίζεται τον 4ο π.Χ. αιώνα στις κωμωδίες του Μένανδρου, που οικτίρει το άγος του απατημένου συζύγου, που έχει περιβληθεί με κέρατα. Τον 2ον μ.Χ. αιώνα, ο Αρτεμίδωρος ο Παραδοξογράφος αναφέρει, για τα «κέρατα ποιείν τινί».
Τι ήταν λοιπόν αυτό το «κέρατο», που έγινε διάσημο κι είναι το σκήπτρο της απιστίας, για περισσότερο από 2.000 χρόνια;
Το παλιό καλό καιρό δεν υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα και πέρα απ’ αυτήν, ξενοδοχεία της «αρπαχτής», αυτά που σήμερα συμβολίζονται με τα: «Hotel ΧΧΧ».
Τα παράνομα ζευγάρια, δεν εύρισκαν εύκολα την ησυχία τους για ν’ απολαύσουν τη σαγήνη και το πάθος των ερωτικών τους πράξεων. Ήταν πολύ επικίνδυνο να το κάνουν στο σπίτι της παντρεμένης κυρίας, γιατί συνήθως τέτοιες παράτολμες πράξεις, κατέληγαν σε φόνο ή στα δικαστήρια.
Η μοιχεία ήταν έγκλημα βαρύτατο και η τιμωρία των μοιχών, αφηνόταν στην επιλογή του δικαστή (αν έφταναν τελικά ως εκεί), γιατί στην Αθήνα, οι παλαιότεροι νόμου του Δράκοντα, τους μοιχούς, τους παρατούσαν στο έλεος του συζύγου. Μαχαίρι ή λιθοβολισμός.
Με τους νόμους όμως του Σόλωνα, πρόσφεραν στο σύζυγο τρεις εναλλακτικές λύσεις: Είτε να τους σκοτώσει και τους δύο, είτε να ευνουχίσει το μοιχό, είτε να τον αναγκάσει (να εξαγοράσει) τη ζωή του, στην τιμή που καθόριζε ο απατημένος.
Επειδή λοιπόν τα πράγματα ήταν ζόρικα, τα παράνομα ζευγαράκια την έβρισκαν στις στάνες, που ήταν στα βουνά, απομακρυσμένες από τα μάτια των πολλών και από τους κουτσομπόληδες.
Φυσικά, όλα εξελίσσονταν εν γνώσει του τσομπάνη. Όμως τίποτε δεν γίνονταν με το αζημίωτο. Ο εραστής, πλήρωνε την ώρα που ήταν με τη δικιά του στο αχυρώνα, όσο κόστιζε η αξία ενός τράγου. Και μ’ αυτήν τη συναλλαγή, όλα γίνονταν μουλωχτά και παστρικά! Έλα όμως που μερικοί βοσκοί το παρακάνανε στους εκβιασμούς; Ανέβαζαν λοιπόν κάθε τόσο την τιμή του τράγου. Μερικοί εραστές αγανακτούσαν με την κοροϊδία της υπερτιμολόγησης κι έτσι δεν πλήρωναν. Τότε έξαλλος ο τσομπάνης, φρόντιζε να πάρει εκδίκηση. Έσφαζε τον τράγο και φυσικά έστελνε στον απατημένο σύζυγο, σουβενίρ… τα κέρατα, που του φόρεσε η κυρία του.
Οι περισσότεροι κύριοι φρόντιζαν να τα κρύβουν, ώστε να μην διαδοθεί το νέο. Έπρεπε να μείνει μόνο για κειμήλιο του σπιτιού! Μερικοί όμως πείσμωναν, δεν άντεχαν τον εξευτελισμό και κατέληγαν την υπόθεση στο δικαστήριο. Ο δικαστής, εφόσον τους έκρινε ενόχους, καταδίκαζε συνήθως σε χρηματική ποινή τον μοιχό ή του επέβαλε την ραφανίδωση (ή παράτιλμο). Δηλαδή του έβαζαν στον πρωκτό ραπανάκι, οπότε στο εξής τον αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «εύπρωκτον»! Άλλη πάλι ποινή, ήταν το κούρεμα γουλί, που το έλεγαν «μοιχό».
Ο δικανικός λογογράφος Λυσίας, μας έγραψε για τον Ευφίλητο. Ο εν λόγω κύριος, παρακολούθησε την γυναίκα του και την έπιασε να το κάνει σ’ ένα μαντρί, με κάποιο Ευφρόνιο. Τότε ο μαινόμενος σύζυγος, τράβηξε μαχαίρι κι απείλησε ότι θα σκοτώσει τον εραστή, αν δεν πλήρωνε ο γκόμενος, όλα τα κερατιάτικα, που χρώσταγε σε διάφορες στάνες! Τι να κάνει ο καημένος ο εραστής. Άνοιξε το πουγκί του κι έστειλε τα έξοδα για οχτώ τράγους! Στη συνέχεια ο Ευφρόνιος «τσαμπουκαλεύτηκε» κι έστειλε τον Ευφίλητο για εκβιασμό στα δικαστήρια! Όμως εκεί έχασε την υπόθεση, από τον φοβερό λόγο του Λυσία (που τον συνέγραψε), για τον απαγγείλει ο απατημένος σύζυγος Ευφίλητος!
Ας σημειωθεί ότι η ποινή της εξαγοράς, είχε ταξικό χαρακτήρα, αφού μονάχα οι πλούσιοι μπορούσαν να ξεμπλέξουν πληρώνοντας. Έτσι οι φτωχοί, αναγκαστικά χωρίς λεφτά, «έτρωγαν στα οπίσθια» το ραπανάκι!
Αν η γυναίκα που «πιανόταν στα πράσα», ήταν ανύπανδρη, ο αδελφός η ο πατέρας της, μπορούσαν να ζητήσουν αποζημίωση από τον γαμπρό ή να δεχθεί εκείνος να την παντρευτεί. Σε περίπτωση όμως βιασμού παρθένας, το δικαστήριο επέβαλλε στο βιαστή, πρόστιμο 10 μνων (1.000 δραχμών), δεκαπλάσιο δηλαδή από το πρόστιμο για το βιασμό παντρεμένης.
Ο Πλούταρχος αναφέρει για την «ονοβάτιδα», στην Κύμη της Ευβοίας. Δηλαδή την μοιχαλίδα την έβαζαν πάνω σε ένα πέτρινο βάθρο, για να την βλέπουν όλοι στην αγορά και στη συνέχεια την περιέφεραν μ’ ένα γάιδαρο, για να την εξευτελίσουν. Μετά την καταδίκη της, η μοιχαλίδα διωχνόταν αμέσως από το σπίτι και της απαγορευόταν να μετέχει σε θρησκευτικές τελετές.
Κι από τα κερατώματα ας περάσουμε στο «βούκινο».
Μερικοί λοιπόν εραστές, όταν άνοιγε ο καιρός και ηρεμούσε η θάλασσα, έβρισκαν πιο σαγηνευτική την ιδέα να τη βρούνε αραχτοί στην αμμουδιά, στα κοντινά νησιά και στα ερημικά παράλια. Πλήρωναν λοιπόν τον καραβοκύρη γι’ αυτή την εξυπηρέτηση να τους πάει εκεί, όσα χρήματα χωρούσαν σ’ ένα βούκινο (το γνωστό οστρακοειδές, που μοιάζει σαν χωνί). Όμως, ο πονηρός ναυτικός, στην επιστροφή δυσανασχετούσε κι έλεγε διάφορες δικαιολογίες, για να δείξει ότι αυτή η εξυπηρέτηση που έκανε, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έτσι ζητούσε περισσότερα χρήματα για την περατσάδα. Αν ήταν κακοπληρωτές οι εραστές, έστελνε στον απατημένο σύζυγο το «βούκινο».
Από τους Έλληνες, το κέρατο πέρασε και στους Ρωμαίους, που ως έκφραση χρησιμοποιήθηκε αρκετά, αν δούμε, το πώς έχει εξελιχθεί μέχρι σήμερα στους Ιταλούς. Ο χαρακτηρισμός «κορνούτο», με τη σχετική χειρονομία (σύμβολο), είναι ντροπή και απαιτεί ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στη νότιο Ιταλία (στην περιοχή της Καζέρτα), κάθε απόκριες διακωμωδούν την υπόθεση και διοργανώνουν την παρέλαση του κερατά!
«Κραγμένοι»!
Η ιστορία του κερατώματος όμως, έχει και μια ακόμη ιστορική λεπτομέρεια.
Όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Προκόπιος στο Βυζάντιο, αν οι φίλοι του απατημένου συζύγου, μάθαιναν τα καθέκαστα για τα παθήματα του κολλητού τους, έβαζαν μέσα σε καλαμένιο κλουβί, δυο κοράκια, που συμβόλιζαν τους παράνομους εραστές. Πήγαιναν λοιπόν κι άφηναν το κλουβί έξω από το σπίτι του απατημένου φίλου. Μ’ αυτή τη συμβολική πράξη, έδειχναν ότι μια μέρα θα πιαστούν στα πράσα οι μοιχοί. Τα κακόμοιρα τα κοράκια, προσπαθούσαν ν’ απελευθερωθούν κι …έκραζαν. Το κράξιμο κάρφωνε τον απατημένο σύζυγο. Κι απ’ αυτή την ιστορία έβγαινε και κραγμένος!
…Από τους πρώτους εκείνους κερατάδες, οι εποχές εξελίχθηκαν, αλλά τα ήθη παρέμειναν ίδια, ως προς την απιστία, που μάλλον φαίνεται δύσκολο να την χωνέψει κανείς εύκολα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην ελληνική κοινωνία, έγιναν αλλαγές συμπεριφοράς, από τα νέα δεδομένα που αναπτύχθηκαν τότε, μέσα στον συντηρητικό αγροτικό και αστικό περίγυρο. Η γυναίκα, από εντελώς παθητικός αποδέκτης, του δεύτερου ρόλου της, στην κοινωνία (νοικοκυρά ), επιζήτησε ν’ αποδεσμευτεί από τον ασφυκτικό εγκλεισμό, που της έβαζε η συντηρητική οικογένειά της. Σπούδασε, πέρασε στην εργασία, απόκτησε εισόδημα, απεγκλωβίστηκε από τον «αναγκαστικό» σύζυγο. Έτσι στο επίπεδο της ατιμίας, παρατηρούμε ένα ενδεικτικό δείγμα. βίαιης συμπεριφοράς, «τσαμπουκαλέματος των ανδρών». Οι πολλοί φόνοι, που έγιναν στις αρχές της συγκεκριμένης δεκαετίας, από καβγάδες κι ερωτικές αντιζηλίες, νόμιμων και παράνομων ζευγαριών. Η χειραφέτηση της γυναίκας, δεν μπόρεσε εύκολα να χωνευτεί από την παραδοσιακή ανδροκρατία. Ο αδελφός, ο σύζυγος, ο εραστής, με την αυτοδικία τους, ξεκαθάρισαν με αίμα, την «ντροπή» που δέχτηκε ο εγωισμός τους. Η λέξη του «κερατά» ήταν βαριά βρισιά τότε, γι’ αυτό και τιμωρείτo αυστηρά η μοιχεία από το νόμο. Η διαπόμπευση των μοιχών, με τις φωτογραφίες και τη συκοφαντία, ήταν το γενικό περίγραμμα της κατάστασης. Πολλοί έφυγαν άρον άρον από τις αγροτικές περιοχές και κλείστηκαν στις μεγάλες πόλεις (κυρίως στην Αθήνα), για να εξασφαλίσουν την λυτρωτική ανωνυμία. Όμως τα σκληρά χρόνια πέρασαν, απελευθερώθηκε η εξωσυζυγική σχέση, έπεσαν τα ταμπού και τελικά το 1982 στην Ελλάδα, παύει η εν λόγω πράξη, να είναι ποινικό αδίκημα. Η μοιχεία δεν διώκεται πλέον ποινικά , αλλά το κέρατο και το βούκινο, πώς να το κάνουμε, έμειναν κατάλοιπα.
Και όμως υπάρχουν κι αυτά.
Τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, όπως σημειώνονται στις στατιστικές των εταιριών σεξουαλικής υποστήριξης ( κομψό όνομα), αυξάνονται τα τηλεφωνήματα των μοναχικών ανθρώπων, που θέλουν έστω και επί πληρωμή, ν’ ακούσουν ένα τρυφερό λόγο, να νιώσουν έστω για μια στιγμή, ότι αυτή η ανώνυμη φωνή με το λάγνο σεξουαλικό ύφος, τους δίνει το εικονικό φιλί, την υπόσχεση ότι η ζωή δεν είναι τόσο άσχημη και απόκοσμη, ότι όλοι, ακόμη κι αυτοί οι αποκαρδιωμένοι, μπορούν κάποια στιγμή να βρουν το ταίρι που ποθούν.
Η φωνή ακούγεται αργά από το ακουστικό του τηλεφώνου…
«Λοιπόν τι λες; Πάρε, ένα σοκολατάκι. Βάλτο αργά στο στόμα σου και νιώσε τη γλύκα του έρωτα»(*). Happy Saint Valentine!
Και του χρόνου.
Μιχάλης Μιχελής
ΥΓ. (*) Στην Ιαπωνία και Κορέα αυτή την κίνηση τη συνηθίζουν του Αγίου Βαλεντίνου. Την ονομάζουν» giri-choco»