Του Παναγιώτη Γεννηματά *
 
Τελευταία επανατέθηκε στην συζήτηση, μέσα και έξω από την Ελλάδα, το ενδεχόμενο αποσύνδεσης της χώρας από τα ευρώ (Grexit). Το ζήτημα δεν έχει βεβαίως κατ’ ουσίαν κλείσει ποτέ, από τότε που η ελληνική χρεωκοπία του 2010 ανέδειξε πανηγυρικά το ποσοτικό μέγεθος του ελληνικού προβλήματος (διπλό έλλειμμα) και τις διαστάσεις της θεσμικής απόκλισης από τα στοιχειωδώς αποδεκτά πρότυπα μιας λειτουργικής ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ανακίνηση της συζήτησης την συγκεκριμένη στιγμή προφανώς οφείλεται στην αναδυόμενη πιθανότητα πρόωρες εκλογές να αναδείξουν στην κυβέρνηση το κομματικό υβρίδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι το ΣΥΡΙΖΑ φιλοξενεί στις τάξεις του πολλά στελέχη που ερωτοτροπούν με την ιδέα της ελληνικής εξόδου από το ευρώ. 
 
Για να είμαστε όμως ακριβέστεροι: Σε σχέση με την πιθανότητα αποχώρησης της χώρας από την ευρωζώνη καταγράφονται δύο διαβαθμίσεις θέσεων. Αυτοί που θεωρούν αναγκαία την έξοδο της χώρας από το ενιαίο νόμισμα, ώστε η χώρα να ανακτήσει την νομισματική της κυριαρχία, και αυτοί που, χωρίς να το εύχονται, αποδέχονται ψύχραιμα το ενδεχόμενο της εξόδου.
 
Οι πρώτοι πιστεύουν ότι ο στενός κορσές της νομισματικής ανελαστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως έχει επιβληθεί εξ αρχής στην ευρωζώνη από την ιδρυτική Συνθήκη του Μάαστριχτ, συνιστούν απαγορευτικά δεσμευτικό παράγοντα για κάθε προοπτική αναβάθμισης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας, εφ’ όσον ως μόνη διέξοδο ανταγωνιστικής προσαρμογής επιτρέπει μόνο την συρρίκνωση των πραγματικών μισθών. Η αδυναμία εφαρμογής ελαστικότερης νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αντισταθμίζεται από την ολίσθηση των αμοιβών και την ελαχιστοποίηση του κοινωνικού κράτους.
 
Οι δεύτεροι φαίνεται να θεωρούν ότι το κόστος διακύβευσης της ελληνικής συμμετοχής στο κοινό νόμισμα συνιστά αποδεκτό πολιτικό αλλά και οικονομικό κίνδυνο, που αξίζει να αναληφθεί –στα πλαίσια, όμως, μιας σκληρότερης πολιτικής διαπραγμάτευσης με την ΕΕ (κυρίως, βεβαίως, με την Γερμανία) με αντικείμενο την χαλάρωση των όρων μνημονιακής προσαρμογής και την επίτευξη μιας νέας αναδιάρθρωσης του χρέους που πρακτικά θα συνιστά το ισοδύναμο της μερικής διαγραφής του. 
Κοινό στοιχείο και των δύο στάσεων (διαβαθμίσεων) είναι η βαθύτερη πεποίθηση ότι, μέσα στα αυστηρά νομισματικά πλαίσια της ευρωζώνης (που ισοδυναμούν με άτυπη επαναφορά της ισχύος του χρυσού κανόνα στις ευρωπαϊκές οικονομίες), η πιθανότητα επιστροφής της χώρας στην ανάπτυξη πρέπει οπωσδήποτε να αποκλειστεί.
Η επιχειρηματολογία των αντιπάλων του ευρώ είναι οικονομικά πανίσχυρη. 
 
Ισχυρή υπήρξε, άλλωστε, εξ αρχής, πριν η Ελλάδα αποφασίσει οριστικά την ένταξή της στην ΟΝΕ. Παρά ταύτα, η ελληνική πολιτική ηγεσία συνολικά, αλλά και η ελληνική επιχειρηματικότητα εξ ίσου, προσέβλεπαν με εμπιστοσύνη στις υποτιθέμενες θετικές προοπτικές για την ανάπτυξη που παρουσίαζε η ελληνική συμμετοχή στο νομισματικό εγχείρημα. Και οπωσδήποτε, η απαλοιφή του συναλλαγματικού κόστους των ενδοευρωπαϊκών ανταλλαγών, η σταθερότητα των τιμών και τα προεξοφλούμενα χαμηλά επιτόκια του κοινού νομίσματος ήσαν στοιχεία που υπόσχονταν αναπτυξιακές διευκολύνσεις, αν βέβαια η πολιτική βούληση δεν παρέλειπε τον απαιτούμενο διαρθρωτικό εκσυγχρονισμό.
 
Το ουσιαστικό όμως δέλεαρ, που συνετέλεσε αποφασιστικά στον κατευνασμό των οποιωνδήποτε τεχνικών ενστάσεων, υπήρξε η πρόβλεψη της ΟΝΕ για σοβαρές αντισταθμιστικές οικονομικές μεταβιβάσεις προς τις πιο αδύνατες οικονομίες. Τα συνοδευτικά για τις πιο εύθραυστες ευρωπαϊκές οικονομίες γενναιόδωρα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, εχρύσωσαν το καθ’ εαυτό δύσπεπτο ενταξιακό χάπι και επεσκίασαν τους οποιουσδήποτε τυχόν τεχνικούς ενδοιασμούς. Επιπλέον, και όσοι ακόμα διατηρούσαν οικονομική νηφαλιότητα και έβλεπαν καθαρότερα τις δυσκολίες ανταγωνιστικής προσαρμογής, έστερξαν τελικά να υποστείλουν την αντίδραση και να υιοθετήσουν την στρατηγική πολιτική επιλογή της συμμετοχής –με την ελπίδα ότι η δομική βία που θα ασκούσε στην ελληνική οικονομία το αυστηρό πλαίσιο της νομισματικής πειθαρχίας, θα εξανάγκαζε το πολιτικό σύστημα και την ελληνική οικονομία συνολικά να επισπεύσουν τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε η ελληνική οικονομία όχι μόνο να αντέξει την επιβάρυνση της ανταγωνιστικότητας που συνεπαγόταν η συμμετοχή σε ένα σκληρότερο (από την δραχμή) ενιαίο νόμισμα, αλλά και να επωφεληθεί από τις χρηματοδοτικές (ανετότερη πρόσβαση στις αγορές – χαμηλά επιτόκια) και τις υπόλοιπες αγοραίες ευκαιρίες για μία παραγωγική ανασυγκρότηση που άφηνε να διαφαίνονται η ένταξη στην ευρωζώνη.
 
Δεν είναι ο τόπος να σχολιάσουμε το μέγεθος της πολιτικής αυταπάτης. Το βιώνουμε σήμερα επικίνδυνα. Πολιτικό σύστημα και επιχειρηματικές ελίτ δεν ανταποκρίθηκαν παραγωγικά ούτε στις προκλήσεις, ούτε στις ευκαιρίες που το ευρώ προσέφερε στην χώρα. Η προσφυγή στον εύκολο δανεισμό έδωσε άλλοθι για την συγκάλυψη της οικονομικής και πολιτικής αδυναμίας. Αντί της αναγκαίας επίσπευσης της διαρθρωτικής προσαρμογής, η Ελλάδα είχε ήδη το 2007 ολοκληρώσει τις προϋποθέσεις μιας ασυμμετρικής εκτροπής και βάδιζε πλησίστια προς την τελική χρεωκοπία! Το εξωτερικό της ισοζύγιο είχε εγγίσει ελλειμματικότητα της τάξης του 15% του ΑΕΠ χωρίς να συγκινηθεί κανείς και το χρέος, επωφελούμενο από την εμπιστοσύνη των αγορών στην λανθάνουσα γερμανική εγγύηση του ευρώ, εκάλπαζε ανεξέλεγκτα, έχοντας ξεπεράσει και πάλι (μετά το 1992) το 100% του ΑΕΠ, προς την τελική αδυναμία εξυπηρέτησής του.
 
Θα έλεγε κανείς ότι η ενεργοποίηση της πτώχευσης και το βαρύτατο κοινωνικό κόστος της εσωτερικής υποτίμησης θα διέγειραν στο πολιτικό σύστημα της χώρας τα ύστατα αντανακλαστικά διαρθρωτικής προσαρμογής. Η εκσυγχρονιστική αντεπίθεση θα συνιστούσε την ύστατη σταυροφορία εθνικής επιβίωσης. Η χαλαρότητα, όμως, της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας ενθαρρύνει σήμερα όσους διατηρούσαν ανέκαθεν επιφυλάξεις απέναντι στο ενιαίο νόμισμα να εκδηλωθούν μαχητικά και ενισχύει τις τάξεις τους με απογοητευμένους από την λιτότητα και την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής των μνημονίων.
 
Υπό τους όρους αυτούς, τις αυταπάτες της ανώριμης ένταξης στο ευρώ κινδυνεύει να διαδεχθεί η αυταπάτη της αλόγιστης αποσύνδεσης. Μία πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ θα συσσωρεύσει –στις εξασθενημένες ήδη, από την εξαετή «μεταρρυθμιστική» ταλαιπωρία που έχουν υποστεί στο διάστημα της κορύφωσης της κρίσης, ελληνικές οικονομικές δομές–  πρόσθετες αξεπέραστες οικονομικές επιβαρύνσεις. 
 
Η πρώτη συνέπεια που πρέπει ενημερωτικά να αναφερθεί (γιατί οι περισσότεροι δεν την εντάσσουν καθόλου στο πλαίσιο των αναλύσεών τους) είναι ότι η αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ συνεπάγεται την συνολική αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα αναγκαία μέτρα που στην περίπτωση αυτή θα όφειλαν να ληφθούν για την εξομάλυνση της απότομης επιστροφής στην εθνική νομισματική κυριαρχία και την αμυντική θωράκιση της ελληνικής οικονομίας μετά την αποσύνδεση από το ενιαίο νόμισμα, συνεπάγονται σοβαρούς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (και ενδεχομένως αγαθών). Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν θα είναι συμβατοί με την ιδιότητα ούτε του απλού μέλους της ΕΕ, γιατί έρχονται σε κατάφωρη σύγκρουση με το προϋπάρχον κοινοτικό κεκτημένο. Η Ελλάδα θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να αποξενωθεί από το συνολικό ευρωπαϊκό «κεκτημένο» της και πέραν της ευρωζώνης. Η απώλεια όμως των ευεργετημάτων της ευρωπαϊκής γενικότερα συμμετοχής θα ήσαν για τα εμπορικά συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας –που έχουν ήδη από την αρχική Συμφωνία Σύνδεσης του 1958 προσανατολιστεί στην ολοένα και διευρυνόμενη ενιαία αγορά της Ευρώπης– αυτόχρημα καταστροφική.
 
Περιττόν, αφ’ ετέρου, να σχολιαστεί η επίπτωση της αποχώρησης από το ευρώ στο συνολικό ύψος του ελληνικού υπερχρέους, που από την αναδιάρθρωση (PSI) του 2011 έχει ολοκληρωτικά μετασυνομολογηθεί σε ευρώ και δεν υπάρχει περίπτωση επαναδραχμοποίησής του. Το δραχμικό βάρος εξυπηρέτησης καθίσταται πρακτικά αδιανόητο, ώστε η χώρα να μην έχει άλλη εναλλακτική πέρα από την άπελπι επιδίωξη της διαγραφής του. 
 
Στο πρόβλημα των «παλαιολατινοαμερικανικών» διαστάσεων της χρέωσης πρέπει, βεβαίως, να συνυπολογιστεί το παράλληλο χρηματοδοτικό κενό, στο οποίο η χώρα κινδυνεύει για μεγάλο χρονικό διάστημα να περιπέσει, με μόνη στην περίπτωση αυτή διέξοδο την εσωτερική χρηματοδότηση δια μέσου του ριζικού περιορισμού των εισοδημάτων, το ύψος των οποίων ούτως ή άλλως θα ήταν καταδικασμένο να συμπιεστεί από την προσφυγή στην πληθωριστική νομισματική χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας. Η πιθανότητα εξεύρεσης χρηματοδοτικής στήριξης εκ του εξωτερικού θα συνδεόταν στην περίπτωση αυτή με νέες προστατευτικές εξαρτήσεις, επικίνδυνου γεωπολιτικού αποτελέσματος.
 
Πέραν, όμως, των αναγκαίων και οδυνηρών μεταβατικών περιορισμών που επιβάλλει η επιστροφή σε μια νομοθετικά κυρίαρχη εθνική οικονομία, για να επιβιώσει στην συνέχεια η χώρα θα χρειαστεί πολιτικές εθνικής οικονομικής ανασυγκρότησης που κατ’ ουδέν θα διαφέρουν από τα «σκληρά» μεταρρυθμιστικά προτάγματα των «καταραμένων μνημονίων». Ίσως, μάλιστα, να απαιτούνται και πολύ σκληρότερες πολιτικές (συνεχής λιτότητα), εφ’ όσον η χώρα θα έχει αποστερηθεί των κοινοτικών στηρίξεων και η χρηματοδότηση του εμπορικού ελλείμματος και των επενδυτικών προτεραιοτήτων θα είναι εξωφθάλμως προβληματική. Κατά ποίαν όμως λογική το δεδομένο πολιτικό σύστημα της χώρας (γιατί περίπτωση αλλαγής και ποιοτικής του αναβάθμισης δυστυχώς δεν διαφαίνεται ως τώρα πουθενά) θα φιλοτιμηθεί εκτός ευρώ να επισπεύσει εκσυγχρονιστικές και αναδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δυσκολεύεται –ή δεν επιθυμεί– να ολοκληρώσει μέσα στην ευρωζώνη, με όλη την δεδομένη οικονομική και τεχνική στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομικών και πολιτικών μηχανισμών; Με τόση στήριξη, τόση επιτήρηση, τόση παρακίνηση, τόσους πολιτικούς και τεχνικούς εκβιασμούς, τόσες πιέσεις και τόσα αλεξίπτωτα ασφαλείας;
 
Σε περίπτωση ελληνικής εξόδου από το ευρώ, η αυταπάτη την φορά αυτή δεν θα έγκειται τόσο πολύ στην εσφαλμένη οικονομική εκτίμηση των τόσο ευδιάκριτων οικονομικών συνεπειών, όσο κυρίως στην έλλειψη πολιτικής βελτίωσης που σωρευτικά θα την συνοδεύει. Η έξοδος από το ευρώ δεν πρόκειται να έχει ποιοτική διαφοροποιητική επίπτωση στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Οι ίδιοι μηχανισμοί πολιτικής στελέχωσης θα συνεχίσουν να αναπαράγουν την ίδια πολιτική ανεπάρκεια και φαυλότητα, με μεγαλύτερη μάλιστα άνεση από πριν. Η φτώχεια, εξάλλου, θα διογκωθεί από την οικονομική λιτότητα, που θα καταστεί εκ νέου διαρθρωτική συνθήκη μιας περιθωριακής οικονομίας, ενώ η ανεπιτήρητη ενδογενής διαφθορά θα αποθρασυνθεί, όπως σε όλες τις χώρες του αγωνιούντος βιοτικά κόσμου.
 
Συμπέρασμα: Την αδυναμία προσαρμογής στο ενιαίο νόμισμα θα διαδεχτεί η αδυναμία προσαρμογής στο μοναχικό καθεστώς εκτός ευρώ που, σε όρους οικονομικής επιβίωσης, θα είναι πολύ περισσότερο απαιτητικό.
 
* Επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων