Αναρτήθηκε από ...... energoipoliteskv.blogspot.com
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στον βαθμό που οι αναπτυγμένες κοινωνίες θα γίνονται μακροβιοτικές και
οι αναπτυσσόμενες θα γνωρίζουν δημογραφική άνοδο, οι πιθανότητες μιας
σφοδρής αντιπαράθεσης μεταξύ νέων και ηλικιωμένων κάθε άλλο παρά
φαντάζουν ιστορία επιστημονικής φαντασίας...
Ο Αμερικανός καθηγητής Βιολογίας δρ. Ρόϋ Γουώλφορντ
–ο οποίος πέθανε το 2007 και είχε γίνει διάσημος με το βιβλίο του «Πώς
Να Ζήσετε 120 Χρόνια», που είχε εκδοθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980–
ήταν πρότυπο εγκράτειας και ήρεμης ζωής.
Παρόλα αυτά, προσεβλήθη από μία πολύ σπάνια ασθένεια και έχασε την μάχη με την ζωή σε ηλικία 82 ετών. Το βιβλίο του, όμως, πέρα από τις συμβουλές για έναν μακροβιοτικό τρόπο ζωής, περιείχε και άλλα σημαντικά κοινωνικά, οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία. Κατά τον συγγραφέα, το 1880, από τους νεογέννητους Αμερικανούς μόνον το 37% είχε ελπίδα ζωής 60 ετών και παραπάνω. Στην δε Δυτική Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό την ίδια χρονιά ήταν 33%. Σήμερα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, το ποσοστό αυτό φθάνει σχεδόν στο 100%.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε ότι ο αιώνας μας είναι ο πρώτος στην ανθρώπινη ιστορία που χαρακτηρίζεται από την δυνατότητα των ανθρώπων στον αναπτυγμένο κόσμο να έχουν μεγάλες ελπίδες ότι θα περάσουν από όλα τα στάδια του λεγόμενου κύκλου ζωής.
Σήμερα, οι ηλικιωμένοι και οι λιγότερο ηλικιωμένοι έχουν τεράστιο πεδίο νέων τρόπων ζωής, γεγονός που ήδη οδηγεί σε νεωτεριστικές αντιλήψεις σχετικά με τα συστήματα των συντάξεων, της ψυχαγωγίας και των αναπροσαρμογών της επαγγελματικής ζωής. Λόγου χάρη, δεν είναι διόλου τυχαία η ανάπτυξη που γνωρίζουν στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) τα πανεπιστήμια τρίτης ηλικίας, καθώς και η έκρηξη του ειδικού Τύπου που απευθύνεται στους ανθρώπους που πέρασαν τα 65 χρόνια ζωής.
Είναι συνεπώς κατάδηλο ότι η άνοδος του μέσου όρου ζωής οδηγεί στην ύπαρξη μακροβιοτικών κοινωνιών, οι οποίες όμως δεν θα έχουν μόνον θετικές πλευρές.
Η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, έχει κάποιες σοβαρές πτυχές τις οποίες κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοεί. Αν στην Δυτική Ευρώπη του 1900 υπήρχαν περίπου 8 εκατομμύρια άτομα άνω των 65 ετών, ο αριθμός αυτός σήμερα ξεπερνά τα 33 εκατομμύρια και το 2015 θα πλησιάζει τα 44 εκατομμύρια. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Εργασίας, το 2020, στις δυτικές βιομηχανικές χώρες, 20 άτομα στα 100 θα είναι οικονομικώς μη ενεργά λόγω ηλικίας, φαινόμενο που θα έχει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις –ας μην ξεχνάμε ότι, ήδη, στην Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων έχουμε 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχους.
Υπάρχει συνεπώς σοβαρότατος κίνδυνος το φαινόμενο αυτό να δημιουργήσει στον νέο πληθυσμό ένα αίσθημα βαθειάς απόρριψης και απέχθειας για τα γηρατειά –τάση η οποία υπάρχει ήδη, αν κανείς ανατρέξει στην φιλολογική παραγωγή. Από τον Αριστοφάνη, τον Ησίοδο και τον Σοφοκλή μέχρι τον Μολιέρο, τον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ, υπάρχουν εκατοντάδες συγγραφείς οι οποίοι αναφέρθηκαν μειωτικά και περιπαικτικά για τους ηλικιωμένους. Στον Άμλετ, ο πατέρας της Οφηλίας, ο Πολήνιος, είναι ένα από τα πλέον βαρετά και απωθητικά πρόσωπα της διεθνούς λογοτεχνίας, γιατί είναι γέρος.
Οι προκαταλήψεις αυτές γίνονται εντονότερες σήμερα, που οι ραγδαίες και ταχύτατες μεταβολές μεγαλώνουν το χάσμα των γενεών και άρα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την μεταξύ τους επικοινωνία. Από την άλλη πλευρά, στις αναπτυγμένες κοινωνίες, κατά το μέτρο που οι τεχνολογικές και οικονομικές μεταβολές δεν απορροφούν γρήγορα την ανεργία των νέων, το λεγόμενο κοινωνιολογικό χάσμα μεταξύ μικρών, μέσων και μεγάλων ηλικιών θα μπορούσε να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, στην διάρκεια του 21ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ νέων και ηλικιωμένων να γίνουν ιδιαιτέρως τεταμένες και περισσότερο απορριπτικές. Εξάλλου, το ήδη ορατό αυτό φαινόμενο σήμερα καλλιεργείται από μεγάλη μερίδα επιστημόνων και διανοουμένων, οι οποίοι, όταν αναφέρονται στα δημογραφικά προβλήματα του αύριο, χαρακτηρίζουν την αδιαμφισβήτητη γήρανση των πληθυσμών στις βιομηχανικές κοινωνίες ως πραγματική καταστροφή.
Το ίδιο συμβαίνει δε και με τους οικονομολόγους.
Δύο γνωστοί Αμερικανοί οικονομολόγοι, οι Τζ. Γκόρι και Μπ. Ρίχτερ, σε σημαντική μελέτη τους με τίτλο «Η μακροοικονομική πρόβλεψη της πρόληψης των ασθενειών», υπογραμμίζουν ότι, αν οι κοινωνικές, οικονομικές και νομικές νόρμες στον αναπτυγμένο κόσμο δεν αλλάξουν, τότε οι πολιτικές πρόληψης των ασθενειών θα εμπεριέχουν όλο και περισσότερο στοιχεία οικονομικής ύφεσης.
Επίσης τονίζουν ότι, στον βαθμό που οι κατακτήσεις της ιατρικής θα επιτρέπουν την καταπολέμηση των πλέον θανατηφόρων ασθενειών, οι τάξεις των ατόμων 70 και πλέον ετών θα διογκώνονται –χωρίς να παρατηρείται, ωστόσο, το ίδιο στις νεότερες ηλικίες, οι οποίες θα περιορίζονται. Κατά συνέπεια, η χρονολογική ηλικία μεγάλου μέρους των πληθυσμών μας θα απομακρύνεται από την λειτουργική ηλικία, με αποτέλεσμα, λένε οι Γκόρι και Ρίχτερ, το ΑΕΠ στην Δύση, από το 2015 και μετά, να υποχωρεί με ρυθμό περίπου 2,5% ετησίως. Παράλληλα, θα παρατηρείται άνοδος μιας ιδιόμορφης ανεργίας και οι κοινωνικές παροχές θα αυξάνονται 10%-15% ετησίως.
Από την πλευρά του, ο αποβιώσας σε ηλικία 94 ετών γνωστός επίσης Αμερικανός οικονομολόγος Πήτερ Ντράκερ, τόνιζε σε παλαιότερο βιβλίο του ότι «όσο μία κοινωνία επιτυγχάνει να επιμηκύνει την ατομική μακροβιότητα, τόσο το ποσοστό σχηματισμού του κατά κεφαλήν κεφαλαίου θα μειώνεται». Η παρατήρηση αυτή ήταν και είναι, από κάθε άποψη, μεστή περιεχόμενου.
Όλα δείχνουν λοιπόν ότι οι κοινωνίες μας θα πρέπει, το ταχύτερο δυνατόν, να προσαρμοστούν από κάθε πλευρά σε δημογραφικές πραγματικότητες που είναι πολυσύνθετες και ιδιόμορφες σε σχέση με το κοντινό παρελθόν. Κύριο δε μέλημά τους θα πρέπει να είναι η ανίχνευση αυτών των νέων συνθηκών οι οποίες, πέρα από την κοινωνική και οικονομική σημασία τους, έχουν και σημαντικές ψυχολογικές πτυχές. Η τρίτη και η τέταρτη ηλικία είναι περίοδοι έντονων ψυχολογικών μεταβολών, όπως αναγνωρίζουν κορυφαίοι ψυχολόγοι της εποχής μας, που υπογραμμίζουν ότι οι μεταβολές αυτές έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στις ανθρώπινες συμπεριφορές και σχέσεις.
Κατά τον καθηγητή Ρ.Γουώλφορντ, οι μακροβιοτικές κοινωνίες θα είναι μεν πιο σοφές και σαφώς πιο μορφωμένες από τις σημερινές, αλλά θα διαθέτουν μία ακαμψία η οποία δεν θα διευκολύνει την κοινωνική λειτουργία. Επίσης, οι κοινωνίες αυτές θα έχουν ανοδικό δείκτη ηθικών αξιών, αλλά θα πάσχουν και από ψυχολογικά προβλήματα συναφή με την κριτική της ζωής του παρελθόντος.
Όπως αναγνωρίζουν οι Καναδοί οικονομολόγοι Μ. Γκράτον και Α. Λεγκαρέ, οι ηλικιωμένες γυναίκες θα κυριαρχούν στις κοινωνίες αυτές διότι, ως γνωστόν, ο μέσος όρος ζωής των γυναικών είναι ανώτερος από τον αντίστοιχο των ανδρών. Ωστόσο, οι ηλικιωμένες του αύριο θα είναι πιο εύπορες και περισσότερο ολοκληρωμένες από τις αντίστοιχες πριν 40 ή 50 χρόνια. Η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και η μεγαλύτερη συμμετοχή της στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο σίγουρα αποτελούν στοιχεία τα οποία θα αλλάξουν τους γυναικείους κοινωνικούς όρους διαβίωσης στις αναπτυγμένες κοινωνίες του μέλλοντος. Κοινωνίες στις οποίες θα είναι αναβαθμισμένος και ο επιχειρηματικός λόγος των γυναικών.
Σε ό,τι αφορά στην οικονομική κατάσταση των συνταξιούχων του μέλλοντος, οι προοπτικές δεν προβάλλουν πολύ ενθαρρυντικές. Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων θα πέσει τουλάχιστον κατά 15% στην προσεχή εικοσαετία. Η πτώση αυτή θα είναι σημαντικότερη σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, στις οποίες, για πολιτικούς λόγους, ο αριθμός των συνταξιούχων είναι πολύ υψηλός και η οικονομική κρίση βαθύτερη από αλλού.
Λόγου χάρη, το 2015 η Ιταλία θα έχει 30% συνταξιούχους και η Ελλάδα θα την ακολουθεί. Αν λοιπόν συνεχιστή στην χώρα μας η σημερινή οικονομική ύφεση, με δεδομένη την εξάντληση των περιθωρίων δανεισμού, το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων το 2015 θα πέσει περίπου 60%. Στην Ιταλία, όπου και εκεί το ΑΕΠ είναι στάσιμο, η πτώση θα είναι 40% λόγω της ανόδου του αριθμού αυτών που εισπράττουν σύνταξη.
Είναι συνεπώς ηλίου φαεινότερον ότι, στο επίπεδο των συνταξιούχων, η παράταση του χρόνου ζωής κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι από οικονομικής πλευράς. Εξάλλου, είναι σαφές ότι οι συνταξιούχοι της σημερινής περιόδου εισπράττουν τα μερίσματα της υπογεννητικότητας του παρελθόντος. Πολλοί από αυτούς στερήθηκαν για να μεγαλώσουν τα πολλά παιδιά τους, αλλά σήμερα σε πολλές χώρες τα συνταξιοδοτικά συστήματα τους ανταμείβουν.
Αντιθέτως, οι συνταξιούχοι του αύριο θα κληθούν να καταβάλουν το τίμημα της δημογραφικής απρονοησίας. Σήμερα μία Γερμανίδα στις τέσσερις δεν φέρνει στον κόσμο κανένα παιδί και προτιμά να επενδύει στην προσωπική της ανάπτυξη και ευχαρίστηση, κάνοντας τουρισμό και δίνοντας μεγάλη σημασία στην ψυχαγωγία. Το 2020, ωστόσο, θα είναι πολύ δυσάρεστο να έχει κανείς 70 και 75 χρόνια ζωής στην πλάτη του. Είναι πιθανόν οι όροι διαβίωσης να έχουν επιδεινωθεί.
Ποια ή ποιες λύσεις και απαντήσεις μπορούν να δοθούν στο τεράστιο αυτό πρόβλημα; Πολλοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι που ασχολούνται με τις οικονομικές προβλέψεις και τις προβολές τους στο μέλλον κάνουν λόγο, κατ' αρχήν, για σοβαρές αλλαγές στα συστήματα συνταξιοδότησης, κανονικής και πρόωρης. Υποστηρίζουν ότι η χορήγηση συντάξεων στα 55 χρόνια αποτελεί πολιτική πράξη μεγάλης ανευθυνότητας και τονίζουν ότι ο σημερινός 70άρης βρίσκεται βιολογικά στην ίδια κατάσταση με τον 50άρη της δεκαετίας του '60.
Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Γέηλ, Λάρρυ Κότλικωφ, υποστηρίζει ότι, αν οι βιομηχανικές κοινωνίες δεν θέλουν να γνωρίσουν εντυπωσιακή –και ανιχνεύσιμη, για την ώρα– ύφεση, θα πρέπει να αυξήσουν τα όρια της συνταξιοδότησης των εργαζομένων. Κατά τον Αμερικανό καθηγητή, σε μία αναπτυγμένη κοινωνία, όπου το 2020 ο μέσος όρος ζωής θα βρίσκεται κοντά στα 90 χρόνια, αν ο χρόνος σύνταξης περάσει από τα 65 στα 70 έτη, η ένταση του κεφαλαίου θα αυξηθεί κατά 18%. Μια τέτοια άνοδος αντιπροσωπεύει, όπως είναι φυσικό, ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη, με όλα τα ευνοϊκά αποτελέσματα.
Από τις παραπάνω αναλύσεις προκύπτει το αβίαστο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα, όπως αναγνωρίζει ο ΟΟΣΑ, η δημογραφική στασιμότητα, από την μία πλευρά, και η μακροβιότητα, από την άλλη, αποτελούν πραγματικές βόμβες στο ασφαλιστικό μας σύστημα –το οποίο, αν δεν προσφύγει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, θα καταρρεύσει. Και, χωρίς αμφιβολία, η κατάρρευση αυτή θα έχει χειρότερες επιπτώσεις ακόμα και από μια άτακτη χρεοκοπία.
*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR
Confidential"
Από ...... euro2day
Παρόλα αυτά, προσεβλήθη από μία πολύ σπάνια ασθένεια και έχασε την μάχη με την ζωή σε ηλικία 82 ετών. Το βιβλίο του, όμως, πέρα από τις συμβουλές για έναν μακροβιοτικό τρόπο ζωής, περιείχε και άλλα σημαντικά κοινωνικά, οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία. Κατά τον συγγραφέα, το 1880, από τους νεογέννητους Αμερικανούς μόνον το 37% είχε ελπίδα ζωής 60 ετών και παραπάνω. Στην δε Δυτική Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό την ίδια χρονιά ήταν 33%. Σήμερα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, το ποσοστό αυτό φθάνει σχεδόν στο 100%.
Κατά συνέπεια, μπορούμε να πούμε ότι ο αιώνας μας είναι ο πρώτος στην ανθρώπινη ιστορία που χαρακτηρίζεται από την δυνατότητα των ανθρώπων στον αναπτυγμένο κόσμο να έχουν μεγάλες ελπίδες ότι θα περάσουν από όλα τα στάδια του λεγόμενου κύκλου ζωής.
Σήμερα, οι ηλικιωμένοι και οι λιγότερο ηλικιωμένοι έχουν τεράστιο πεδίο νέων τρόπων ζωής, γεγονός που ήδη οδηγεί σε νεωτεριστικές αντιλήψεις σχετικά με τα συστήματα των συντάξεων, της ψυχαγωγίας και των αναπροσαρμογών της επαγγελματικής ζωής. Λόγου χάρη, δεν είναι διόλου τυχαία η ανάπτυξη που γνωρίζουν στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) τα πανεπιστήμια τρίτης ηλικίας, καθώς και η έκρηξη του ειδικού Τύπου που απευθύνεται στους ανθρώπους που πέρασαν τα 65 χρόνια ζωής.
Είναι συνεπώς κατάδηλο ότι η άνοδος του μέσου όρου ζωής οδηγεί στην ύπαρξη μακροβιοτικών κοινωνιών, οι οποίες όμως δεν θα έχουν μόνον θετικές πλευρές.
Η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, έχει κάποιες σοβαρές πτυχές τις οποίες κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοεί. Αν στην Δυτική Ευρώπη του 1900 υπήρχαν περίπου 8 εκατομμύρια άτομα άνω των 65 ετών, ο αριθμός αυτός σήμερα ξεπερνά τα 33 εκατομμύρια και το 2015 θα πλησιάζει τα 44 εκατομμύρια. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Εργασίας, το 2020, στις δυτικές βιομηχανικές χώρες, 20 άτομα στα 100 θα είναι οικονομικώς μη ενεργά λόγω ηλικίας, φαινόμενο που θα έχει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις –ας μην ξεχνάμε ότι, ήδη, στην Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων έχουμε 2,7 εκατομμύρια συνταξιούχους.
Υπάρχει συνεπώς σοβαρότατος κίνδυνος το φαινόμενο αυτό να δημιουργήσει στον νέο πληθυσμό ένα αίσθημα βαθειάς απόρριψης και απέχθειας για τα γηρατειά –τάση η οποία υπάρχει ήδη, αν κανείς ανατρέξει στην φιλολογική παραγωγή. Από τον Αριστοφάνη, τον Ησίοδο και τον Σοφοκλή μέχρι τον Μολιέρο, τον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ, υπάρχουν εκατοντάδες συγγραφείς οι οποίοι αναφέρθηκαν μειωτικά και περιπαικτικά για τους ηλικιωμένους. Στον Άμλετ, ο πατέρας της Οφηλίας, ο Πολήνιος, είναι ένα από τα πλέον βαρετά και απωθητικά πρόσωπα της διεθνούς λογοτεχνίας, γιατί είναι γέρος.
Οι προκαταλήψεις αυτές γίνονται εντονότερες σήμερα, που οι ραγδαίες και ταχύτατες μεταβολές μεγαλώνουν το χάσμα των γενεών και άρα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την μεταξύ τους επικοινωνία. Από την άλλη πλευρά, στις αναπτυγμένες κοινωνίες, κατά το μέτρο που οι τεχνολογικές και οικονομικές μεταβολές δεν απορροφούν γρήγορα την ανεργία των νέων, το λεγόμενο κοινωνιολογικό χάσμα μεταξύ μικρών, μέσων και μεγάλων ηλικιών θα μπορούσε να προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν, στην διάρκεια του 21ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ νέων και ηλικιωμένων να γίνουν ιδιαιτέρως τεταμένες και περισσότερο απορριπτικές. Εξάλλου, το ήδη ορατό αυτό φαινόμενο σήμερα καλλιεργείται από μεγάλη μερίδα επιστημόνων και διανοουμένων, οι οποίοι, όταν αναφέρονται στα δημογραφικά προβλήματα του αύριο, χαρακτηρίζουν την αδιαμφισβήτητη γήρανση των πληθυσμών στις βιομηχανικές κοινωνίες ως πραγματική καταστροφή.
Το ίδιο συμβαίνει δε και με τους οικονομολόγους.
Δύο γνωστοί Αμερικανοί οικονομολόγοι, οι Τζ. Γκόρι και Μπ. Ρίχτερ, σε σημαντική μελέτη τους με τίτλο «Η μακροοικονομική πρόβλεψη της πρόληψης των ασθενειών», υπογραμμίζουν ότι, αν οι κοινωνικές, οικονομικές και νομικές νόρμες στον αναπτυγμένο κόσμο δεν αλλάξουν, τότε οι πολιτικές πρόληψης των ασθενειών θα εμπεριέχουν όλο και περισσότερο στοιχεία οικονομικής ύφεσης.
Επίσης τονίζουν ότι, στον βαθμό που οι κατακτήσεις της ιατρικής θα επιτρέπουν την καταπολέμηση των πλέον θανατηφόρων ασθενειών, οι τάξεις των ατόμων 70 και πλέον ετών θα διογκώνονται –χωρίς να παρατηρείται, ωστόσο, το ίδιο στις νεότερες ηλικίες, οι οποίες θα περιορίζονται. Κατά συνέπεια, η χρονολογική ηλικία μεγάλου μέρους των πληθυσμών μας θα απομακρύνεται από την λειτουργική ηλικία, με αποτέλεσμα, λένε οι Γκόρι και Ρίχτερ, το ΑΕΠ στην Δύση, από το 2015 και μετά, να υποχωρεί με ρυθμό περίπου 2,5% ετησίως. Παράλληλα, θα παρατηρείται άνοδος μιας ιδιόμορφης ανεργίας και οι κοινωνικές παροχές θα αυξάνονται 10%-15% ετησίως.
Από την πλευρά του, ο αποβιώσας σε ηλικία 94 ετών γνωστός επίσης Αμερικανός οικονομολόγος Πήτερ Ντράκερ, τόνιζε σε παλαιότερο βιβλίο του ότι «όσο μία κοινωνία επιτυγχάνει να επιμηκύνει την ατομική μακροβιότητα, τόσο το ποσοστό σχηματισμού του κατά κεφαλήν κεφαλαίου θα μειώνεται». Η παρατήρηση αυτή ήταν και είναι, από κάθε άποψη, μεστή περιεχόμενου.
Όλα δείχνουν λοιπόν ότι οι κοινωνίες μας θα πρέπει, το ταχύτερο δυνατόν, να προσαρμοστούν από κάθε πλευρά σε δημογραφικές πραγματικότητες που είναι πολυσύνθετες και ιδιόμορφες σε σχέση με το κοντινό παρελθόν. Κύριο δε μέλημά τους θα πρέπει να είναι η ανίχνευση αυτών των νέων συνθηκών οι οποίες, πέρα από την κοινωνική και οικονομική σημασία τους, έχουν και σημαντικές ψυχολογικές πτυχές. Η τρίτη και η τέταρτη ηλικία είναι περίοδοι έντονων ψυχολογικών μεταβολών, όπως αναγνωρίζουν κορυφαίοι ψυχολόγοι της εποχής μας, που υπογραμμίζουν ότι οι μεταβολές αυτές έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στις ανθρώπινες συμπεριφορές και σχέσεις.
Κατά τον καθηγητή Ρ.Γουώλφορντ, οι μακροβιοτικές κοινωνίες θα είναι μεν πιο σοφές και σαφώς πιο μορφωμένες από τις σημερινές, αλλά θα διαθέτουν μία ακαμψία η οποία δεν θα διευκολύνει την κοινωνική λειτουργία. Επίσης, οι κοινωνίες αυτές θα έχουν ανοδικό δείκτη ηθικών αξιών, αλλά θα πάσχουν και από ψυχολογικά προβλήματα συναφή με την κριτική της ζωής του παρελθόντος.
Όπως αναγνωρίζουν οι Καναδοί οικονομολόγοι Μ. Γκράτον και Α. Λεγκαρέ, οι ηλικιωμένες γυναίκες θα κυριαρχούν στις κοινωνίες αυτές διότι, ως γνωστόν, ο μέσος όρος ζωής των γυναικών είναι ανώτερος από τον αντίστοιχο των ανδρών. Ωστόσο, οι ηλικιωμένες του αύριο θα είναι πιο εύπορες και περισσότερο ολοκληρωμένες από τις αντίστοιχες πριν 40 ή 50 χρόνια. Η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και η μεγαλύτερη συμμετοχή της στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο σίγουρα αποτελούν στοιχεία τα οποία θα αλλάξουν τους γυναικείους κοινωνικούς όρους διαβίωσης στις αναπτυγμένες κοινωνίες του μέλλοντος. Κοινωνίες στις οποίες θα είναι αναβαθμισμένος και ο επιχειρηματικός λόγος των γυναικών.
Σε ό,τι αφορά στην οικονομική κατάσταση των συνταξιούχων του μέλλοντος, οι προοπτικές δεν προβάλλουν πολύ ενθαρρυντικές. Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων θα πέσει τουλάχιστον κατά 15% στην προσεχή εικοσαετία. Η πτώση αυτή θα είναι σημαντικότερη σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, στις οποίες, για πολιτικούς λόγους, ο αριθμός των συνταξιούχων είναι πολύ υψηλός και η οικονομική κρίση βαθύτερη από αλλού.
Λόγου χάρη, το 2015 η Ιταλία θα έχει 30% συνταξιούχους και η Ελλάδα θα την ακολουθεί. Αν λοιπόν συνεχιστή στην χώρα μας η σημερινή οικονομική ύφεση, με δεδομένη την εξάντληση των περιθωρίων δανεισμού, το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων το 2015 θα πέσει περίπου 60%. Στην Ιταλία, όπου και εκεί το ΑΕΠ είναι στάσιμο, η πτώση θα είναι 40% λόγω της ανόδου του αριθμού αυτών που εισπράττουν σύνταξη.
Είναι συνεπώς ηλίου φαεινότερον ότι, στο επίπεδο των συνταξιούχων, η παράταση του χρόνου ζωής κάθε άλλο παρά ευνοϊκή είναι από οικονομικής πλευράς. Εξάλλου, είναι σαφές ότι οι συνταξιούχοι της σημερινής περιόδου εισπράττουν τα μερίσματα της υπογεννητικότητας του παρελθόντος. Πολλοί από αυτούς στερήθηκαν για να μεγαλώσουν τα πολλά παιδιά τους, αλλά σήμερα σε πολλές χώρες τα συνταξιοδοτικά συστήματα τους ανταμείβουν.
Αντιθέτως, οι συνταξιούχοι του αύριο θα κληθούν να καταβάλουν το τίμημα της δημογραφικής απρονοησίας. Σήμερα μία Γερμανίδα στις τέσσερις δεν φέρνει στον κόσμο κανένα παιδί και προτιμά να επενδύει στην προσωπική της ανάπτυξη και ευχαρίστηση, κάνοντας τουρισμό και δίνοντας μεγάλη σημασία στην ψυχαγωγία. Το 2020, ωστόσο, θα είναι πολύ δυσάρεστο να έχει κανείς 70 και 75 χρόνια ζωής στην πλάτη του. Είναι πιθανόν οι όροι διαβίωσης να έχουν επιδεινωθεί.
Ποια ή ποιες λύσεις και απαντήσεις μπορούν να δοθούν στο τεράστιο αυτό πρόβλημα; Πολλοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι που ασχολούνται με τις οικονομικές προβλέψεις και τις προβολές τους στο μέλλον κάνουν λόγο, κατ' αρχήν, για σοβαρές αλλαγές στα συστήματα συνταξιοδότησης, κανονικής και πρόωρης. Υποστηρίζουν ότι η χορήγηση συντάξεων στα 55 χρόνια αποτελεί πολιτική πράξη μεγάλης ανευθυνότητας και τονίζουν ότι ο σημερινός 70άρης βρίσκεται βιολογικά στην ίδια κατάσταση με τον 50άρη της δεκαετίας του '60.
Στο πλαίσιο αυτό, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Γέηλ, Λάρρυ Κότλικωφ, υποστηρίζει ότι, αν οι βιομηχανικές κοινωνίες δεν θέλουν να γνωρίσουν εντυπωσιακή –και ανιχνεύσιμη, για την ώρα– ύφεση, θα πρέπει να αυξήσουν τα όρια της συνταξιοδότησης των εργαζομένων. Κατά τον Αμερικανό καθηγητή, σε μία αναπτυγμένη κοινωνία, όπου το 2020 ο μέσος όρος ζωής θα βρίσκεται κοντά στα 90 χρόνια, αν ο χρόνος σύνταξης περάσει από τα 65 στα 70 έτη, η ένταση του κεφαλαίου θα αυξηθεί κατά 18%. Μια τέτοια άνοδος αντιπροσωπεύει, όπως είναι φυσικό, ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη, με όλα τα ευνοϊκά αποτελέσματα.
Από τις παραπάνω αναλύσεις προκύπτει το αβίαστο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα, όπως αναγνωρίζει ο ΟΟΣΑ, η δημογραφική στασιμότητα, από την μία πλευρά, και η μακροβιότητα, από την άλλη, αποτελούν πραγματικές βόμβες στο ασφαλιστικό μας σύστημα –το οποίο, αν δεν προσφύγει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, θα καταρρεύσει. Και, χωρίς αμφιβολία, η κατάρρευση αυτή θα έχει χειρότερες επιπτώσεις ακόμα και από μια άτακτη χρεοκοπία.
*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR
Confidential"
Από ...... euro2day