Αναρτήθηκε από..... energoipoliteskv.blogspot.com
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *
Δυστυχώς ακόμα και εγώ, ο οποίος εγκαίρως προϊδέασα για την δραματική εξέλιξη της ελληνικής κρίσης, περιγράφοντας τα αίτια και τους μηχανισμούς που την ορίζουν, αλλά και το πιθανό αποτέλεσμα, δεν ήθελα μέσα μου να παραδεχτώ ότι υπάρχει σχέδιο καταστροφής της χώρας. (Όχι με την έννοια που προσπαθούν να προσδώσουν στο σχέδιο διάφοροι αλαζόνες της καθεστωτικής προπαγάνδας, αλλά με εκείνη των στρατηγικών αποφάσεων που διαμορφώνονται από την σύγκρουση κρίσιμων παραγόντων στην φάση του σημερινού μεταβατικού σταδίου οργάνωσης της παγκοσμιοποίησης). Δεν μπορούσα να «χωνέψω» την ύπαρξη «σχεδίου», παρότι η αναλυτική μου προσέγγιση κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η χώρα γίνεται εστία μιας ανυπολόγιστης διεθνούς κρίσης. Τα έγραφα και δεν ήθελα να τα «πιστέψω» εγώ ο ίδιος που τα σημείωνα! Το άγχος με κυρίευσε δύο περίπου μήνες πριν από την υπογραφή του μνημονίου και κατόπιν κλιμακώθηκε με γεωμετρική πρόοδο.
Ήταν εμφανές ότι αν η προστριβή μεταξύ του χρηματοπιστωτικού λόμπυ και της μεταβιομηχανικής ελίτ της ΕΕ λάμβανε διαστάσεις σύγκρουσης, η ελληνική κοινωνία θα μεταβαλλόταν σε ερείπια, χειρότερα από την εμπειρία χρεοκοπίας της Αργεντινής. Από την άλλη, ακόμη και εάν παραμέναμε στο επίπεδο της προστριβής και η λανθάνουσα διένεξη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, με κεντρικό ζήτημα την εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης και την αναθεώρηση του συσχετισμού ισχύος στην διεθνή πολιτική, δεν έπαιρνε συγκρουσιακές διαστάσεις, η Ελλάδα θα παρέμενε όμηρος και των δύο πλευρών. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής από τη στιγμή που ο δικομματισμός και γενικότερα το καθεστώς στην χώρα δεν φρόντισε εγκαίρως να αυτοπροστατευτεί και αμέσως μετά να αποφύγει την εμπλοκή της χώρας σε αυτό το διεθνές παίγνιο, στο οποίο σήμερα γίνεται μάρτυρας ολόκληρος ο κόσμος. Μάλιστα, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να αποφύγουμε τις καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία και την χώρα - την έκταση των οποίων συνεχίζουμε πεισματικά να αρνούμαστε να συλλάβουμε - από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός έκρινε ότι θα μπορούσε να ηγηθεί μιας εκστρατείας αμερικανοποίησης της ΕΕ, δίχως οι συντηρητικές δυνάμεις που ηγούνται της Ένωσης να έχουν διαμορφώσει τις πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Ο κ. Παπανδρέου πίστεψε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ελληνική κρίση ως ευκαιρία για αναθεώρηση του ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης, έτσι που να εξυπηρετεί τα συγκυριακά συμφέροντα εκείνων που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την διεθνή πολιτική των ΗΠΑ. Έτσι άνοιξε το παιχνίδι, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί στη αρχή ανεπίτρεπτα απροετοίμαστοι, να τρέχουν πίσω από τα γεγονότα που προκαλούσε η άλλη πλευρά με «λαγό» τον Έλληνα πρωθυπουργό. Όταν πια άρχισαν να κοντρολάρουν κάπως τις εξελίξεις, η κρίση είχε επεκταθεί στην ΕΕ, με άμεσο κίνδυνο να λάβει γενικευμένη μορφή και να την απειλήσει με διάλυση. Τότε ήταν που άρχισαν να λογαριάζουν το κόστος απομάκρυνσης της Ελλάδας από την ευρωζώνη και να εκπονούν διάφορα σενάρια για τον τρόπο που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτό, δίχως να πληγεί σοβαρά πολιτικά η γερμανική περιφερειακή ηγεμονία και ιδιαίτερα επώδυνα το τραπεζικό σύστημα στην ΕΕ ( ιδιαίτερα γαλλικές και γερμανικές τράπεζες και η ΕΚΤ).
Σημασία έχει ότι εδώ και περίπου ένα χρόνο οι Γερμανοί, αλλά και πολλοί άλλοι στην βόρειο και κεντρική Ευρώπη, ακόμη και κάποιοι που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το κοινό νόμισμα, δεν αντιμετώπιζαν θετικά την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Πίστεψαν ότι χώρες που απορρίπτονται από την χρηματαγορά θα πρέπει να βγαίνουν, έστω και προσωρινά από την ευρωζώνη, ώστε να μην επιβαρύνουν την σταθερότητα και ισχύ του ευρώ και μεσοπρόθεσμα την δημοσιονομική ισορροπία σε αυτήν την οικονομική περιοχή, αλλά και στην περιφέρεια που εξαρτάται αναπτυξιακά από αυτήν. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα σε μεγάλο μέρος εκείνων που επηρεάζουν τις αποφάσεις της ΕΕ. Ποτέ δεν υπήρξε κεντρικό κριτήριο των προσεγγίσεών τους η «σωτηρία» της Ελλάδας. Δεν υπήρξε τέτοιο ζήτημα. Το θέμα ήταν πάντοτε πώς να διαχειριστούν το ελληνικό πρόβλημα δίχως να προκληθεί μεγάλη ζημιά στο τραπεζικό σύστημα και να κλονιστεί το μοντέλο πολιτικής οργάνωσης και κυριαρχίας στην ΕΕ. Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα δεν έπασχε σοβαρά από διαρθρωτικά προβλήματα οργάνωσης του δημοσίου και της αγοράς. Ούτε ότι η πιστωτική κρίση προέκυψε δίχως να υπάρχει σοβαρό δημοσιονομικό αλλά και πολιτικό αίτιο στην χώρα. Αυτό που συνέβη ήταν η ενεργοποίηση και εκμετάλλευση αυτού του αιτίου από τους αναθεωρητές της παγκοσμιοποίησης και αργότερα η σκέψη να απαλειφθεί το αίτιο αντί να θεραπευθεί στο πλαίσιο μιας γενικότερης ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αυτό γνώριζα και γι’ αυτό δεν με είδατε ποτέ να υποστηρίξω ρητά την έξοδό μας από το ευρώ, παρότι ανήκω σε αυτούς που εξέφρασαν ευθύς εξ αρχής μεγάλες αμφιβολίες για την επιλογή ένταξής μας στην ευρωζώνη. Όταν πια διαπίστωσα ότι το παιχνίδι αγριεύει και ότι πολιτικό σύστημα και κοινωνία εκβιάζονται με το δίλημμα «ξεπούλημα και διεύρυνση της φτωχοποίησης ή επιστροφή στην δραχμή», τότε θεώρησα ότι έπρεπε να κινηθούμε στρατηγικά και να αποσαφηνίσουμε με ψυχραιμία και λαϊκή ενότητα ότι οποιαδήποτε μορφή εξόδου, ημιεξόδου, ή ημιαποκλεισμού από το πολιτικό και οικονομικό μέρος της ευρωζώνης, θα μας οδηγούσε στην έξοδό μας από την ΕΕ και στην απόλυτη αναθεώρηση της ένταξής μας σε συμμαχικές δομές της Δύσης. Αποκαλύπτω το background της συνολικής προσέγγισής μου, διότι πλέον αυτή η στρατηγική δεν έχει λόγο να προδηλώνεται. Ήρθε, νομίζω, η ώρα να «καταδηλωθεί», να αποκτήσει διαστάσεις ευρύτερης κατανόησης και να δοθούν στο πολιτικό σύστημα και την ταχύτατα αναπτυσσόμενη κοινωνία των πολιτών στην χώρα μας οι δυνατότητες γενικότερης επεξεργασίας επ’ αυτής.
Μια τέτοια, όμως, στρατηγική προϋποθέτει απόλυτη ψυχραιμία στην άρθρωση πολιτικής γνώμης, μεγάλη προσοχή και ασφαλώς λαϊκή ενότητα που θα βεβαίωνε την διεθνή κοινή γνώμη και τους φορείς που επεξεργάζονται διάφορα σενάρια για το μέλλον της χώρας, ότι η ελληνική κοινωνία δεν παραπλανάται, δεν εκβιάζεται και είναι αποφασισμένη, εσωτερικεύοντας τις διαστάσεις του παιχνιδιού που παίζεται στην πλάτη της, να αντιδράσει με κριτήριο πλέον το δικό της συμφέρον και κανενός άλλου. Αυτοί που απεργάζονται την απομόνωση της χώρας, τον εξευτελισμό της ελληνικής κοινωνίας και την περιθωριοποίηση του ελληνικού λαού στο πλαίσιο των γενικότερων ρυθμίσεων που αφορούν στην εξέλιξη της ευρωζώνης και της ΕΕ, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν έχουν να κάνουν πλέον με τον κ. Παπανδρέου ή/και τον κ. Σαμαρά, αλλά με έναν ενωμένο λαό και ένα γελοιοποιημένο και αποτυχημένο καθεστώς. Δεν θα πρέπει κανείς πλέον διεθνώς να αυταπατάται ότι, επιβάλλοντας συγκεκριμένες διευθετήσεις στο πολιτικό σύστημα και χειραγωγώντας την ηγεσία, θα μπορούσε να ποδηγετήσει τον ελληνικό λαό και να τον οδηγήσει στην αποδοχή επιλογών που θα εξυπηρετούσαν συγκυριακά την γερμανική, την αμερικανική και άλλες ίσως κυβερνήσεις και το χρηματοπιστωτικό λόμπυ.
Τώρα ακόμα και όσοι γνωρίζαμε, καταλαβαίναμε, ερμηνεύαμε και προτείναμε, αλλά δεν αντέχαμε να πιστέψουμε ότι εξυφαίνεται τόσο ανήθικο και καταστροφικό σχέδιο για την χώρα, δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε ότι οι προθέσεις φίλων και συμμάχων μας ξεπερνούν την φαντασία μας. Για να απαντήσω στους υπαινιγμούς του πρωθυπουργού (μας), θα έλεγα ότι η χυδαιότητα των εξελίξεων ξεπέρασε την φαντασία της «Κασσάνδρας». Έτσι δεν αποκαλούσε με αχαρακτήριστη επιπολαιότητα, ο Γιώργος Παπανδρέου όσους παρατηρούσαμε το αδιέξοδο της στρατηγικής που ακολουθούσε και ακολουθεί και την δραματικά επικίνδυνη πολιτική διαλεκτική που είχε υιοθετήσει και συνεχίζει να διακονεί; Όταν οι «Κασσάνδρες» δικαιώνονται τα καθεστώτα διαλύονται, εκτός κι αν προλάβουν εγκαίρως να αναδιοργανωθούν. Στην Ελλάδα αυτή η ευκαιρία έχει χαθεί προ πολλού.
Το ζήτημα σήμερα είναι πώς η επερχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος στην χώρα μας δεν θα οδηγήσει στο χάος και σε μία ευρύτερη καταστροφή εθνικών διαστάσεων. Για να αποφύγουμε τα χειρότερα και να αντιμετωπίσουμε τις κατάδηλες πλέον απειλές από την γραφειοκρατία της ΕΕ, από τους χρηματιστές και τραπεζίτες, από την αμερικανική διοίκηση, αλλά και από τους φορείς της πολιτικο-επιχειρηματικής τάξης της ίδιας της χώρας μας, δεν έχουμε πλέον άλλα όπλα, παρά την λαϊκή ενότητα και ένα οργανωμένο, αλλά σε καμία περίπτωση κομματικά «καπελωμένο» αγώνα των δύο τρίτων της κοινωνίας, τα οποία αν δείξουν πολιτική ωριμότητα και ψυχραιμία, είμαι βέβαιος ότι μπορούν να υπερασπιστούν και τον εαυτό τους και την χώρα μας. Τίποτα δεν έχει χαθεί. Και τίποτα δεν χάσαμε ακόμη αν συνειδητοποιήσουμε ότι ο αγώνας για το συμφέρον της Ελλάδας είναι ο δικός μας αγώνας και όχι αυτός ενός διεφθαρμένου και εξευτελισμένου πολιτικού συστήματος.
* διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία