Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
 
Το άρθρο ήταν πρωτοσέλιδο στα Νέα του Σαββατοκύριακου 19-20/6, γραμμένο από μία σοβαρή και υπεύθυνη δημοσιογράφο, την Ειρήνη Χρυσολωρά, και είχε τίτλο «Δεν μας συμφέρει (τελικά) το κούρεμα…». Σε μία οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είχε προκαλέσει σχόλια, διαξιφισμούς και πιθανότατα πολιτικές αντιπαραθέσεις. Στην Ελλάδα καλύφθηκε από βαθειά σιωπή. 
 
Οι λόγοι είναι αρκετοί. Πριν τους παραθέσουμε, όμως, παρουσιάζουμε τα κύρια σημεία του άρθρου, στο οποίο επισημαίνεται –πολύ ορθά– ότι στην ελληνική περίπτωση και όχι μόνον σημασία δεν έχει το απόλυτο ύψος του χρέους, αλλά πώς αυτό εξυπηρετείται και σε πόση διάρκεια. Έτσι, η Ειρήνη Χρυσολωρά αναφέρει ότι αν τα επιτόκια είναι χαμηλά και η διάρκεια μεγάλη, το χρέος μπορεί άνετα να εξυπηρετηθεί και ελάχιστη σημασία έχε αν αντιπροσωπεύει 120% ή 170% του ΑΕΠ, όπως δικούς του λόγους θέλει το ΔΝΤ ώστε να το θεωρήσει βιώσιμο.
 
«Πράγματι, το μοντέλο του χρέους προς ΑΕΠ έχει νόημα ως κριτήριο βιωσιμότητας όταν: 1) οι περίοδοι δανεισμού έχουν βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις αλλά όχι στην Ελλάδα, 2) όταν δεν υπάρχουν εκτεταμένες περίοδοι χάριτος, όπως στην Ελλάδα, 3) όταν οι δανειστές δεν μοιράζονται κοινά σχέδια μαζί σου, 4) όταν τα δάνεια έχουν ομοειδή χαρακτήρα. Ένας από τους λόγους που λίγοι ανησυχούν για το πάνω από 200% χρέος προς ΑΕΠ της Ιαπωνίας ή για το περίπου 134% της Ιταλίας, είναι ότι αποτελεί εσωτερικό δανεισμό, βρίσκεται σε φιλικά χέρια. 
 
Εφόσον λοιπόν στοχεύουμε στην εύρυθμη και άνετη εξυπηρέτηση του χρέους, ώστε αυτό να εξομαλυνθεί και να εξοικονομηθούν πόροι για την ανάπτυξη, τα επιτόκια είναι η κρίσιμη παράμετρος που σπρώχνει προς αυτή την λύση. Αυτή την στιγμή βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά είναι βέβαιον ότι τα επόμενα χρόνια θα αυξηθούν και τότε –αν δεν έχουμε φροντίσει να τα δέσουμε σε χαμηλά επίπεδα– θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα σε σύγκριση με την διατήρηση του απόλυτου ύψους του χρέους στα σημερινά επίπεδα. Με άλλα λόγια: Ακόμη και αν οι εταίροι μας μάς έκοβαν 150 δισεκατ. ευρώ από τα 324 δισεκατ. ευρώ του χρέους μας (πράγμα απίθανο), οι εκτιμήσεις λένε ότι σε 50 χρόνια οι τόκοι θα το είχαν επαναφέρει στα 300 δισεκατ. ευρώ, καθώς τα επιτόκια δεν θα ήταν σε αυτή την περίπτωση βεβαίως χαριστικά, αλλά θα κυμαίνονταν στο 3%-4%. Πόσω μάλλον αν μάς κόψουν μόνον 10-20 δισεκατ. ευρώ, όπως διαφαίνεται από τις προθέσεις του ΔΝΤ», αναφέρει η αρθρογράφος των Νέων.
 
Στην βάση λοιπόν της θεώρησης αυτής, πολύ μεγάλο βάρος έχουν οι διαπραγματεύσεις για το μακροπρόθεσμο επιτόκιο του χρέους, το οποίο, αν παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, στην ουσία θα ισοδυναμεί με κούρεμα. Κοντολογίς, οι διευθετήσεις με τον χρόνο ωρίμανσης και τα επιτόκια καθιστούν το χρέος πραγματικά βιώσιμο, αφού το κόστος εξυπηρέτησης κάθε χρόνο θα αντιστοιχεί σε ένα χρέους –με όρους αγοράς– της τάξης του 80%-90% του ΑΕΠ. Στα συν μιας τέτοιας προσέγγισης είναι μία πολύ πιο ομαλή πολιτική σχέση με τους εταίρους μας στην ευρωζώνη.
 
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα δεν θα είναι απλά. Το πώς θα γίνουν οι διευθετήσεις έχει διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό κόστος για καθέναν από τους εταίρους (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κράτη μέλη). Με αποτέλεσμα, ο καθένας τους να προσέρχεται στην διαπραγμάτευση με διαφορετική ατζέντα. Ίσως αυτό να έχει και ένα καλό: ότι αφήνει τα περιθώρια να βάλει η κυβέρνηση την συζήτηση στο δικό της γήπεδο.
 
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαιτέρως ότι το κούρεμα ενός χρέους δεν απαλλάσσει μια και καλή από το βάρος του και είναι μύθος η μετά το κούρεμα διάθεση κεφαλαίων για ανάπτυξη. Η πρακτική έχει αποδείξει ότι τα κεφάλαια για την ανάπτυξη, όπως υποστήριζε στο παρελθόν και η Alpha Bank, εξοικονομούνται εξίσου καλά αν μειωθούν στο ελάχιστο οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που είναι σήμερα και μέγα ζητούμενο –όπως έχει ήδη συμβεί ως έναν βαθμό στην δική μας περίπτωση, αφού το μεσοσταθμικό επιτόκιο με το οποίο δανειζόμαστε είναι 2,2% έναντι 4,7% που ήταν στις καλές εποχές, ενώ η μέση διάρκεια των δανείων μας είναι 18 χρόνια. Έτσι, η εξυπηρέτηση των δανείων μας αντιστοιχεί κάθε χρόνο στο 3,2% του ΑΕΠ μας, όσο περίπου πληρώνουν και οι ΗΠΑ! Όπως είπε ο Κλάους Ρέγκλινγκ στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, μόνον το 2013 γλυτώσαμε 8,5 δισεκατ. ευρώ ή 4% του ΑΕΠ μας χάρη στην βελτίωση των όρων του δανεισμού μας που ήδη έγινε από την Ευρώπη. «Αυτό δείχνει την αλληλεγγύη της Ευρώπης», σημείωσε ο ομιλητής.
 
Οι συνθήκες αυτές θα βελτιωθούν ακόμη περισσότερο αν επιμηκυνθούν οι ωριμάνσεις των ομολόγων στα 50 χρόνια, όπως έχουν ήδη σχεδόν συμφωνήσει  οι εταίροι μας (με ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων επιμηκύνσεων στα 60 ή και 70 χρόνια) και κλειδώσουν σε χαμηλότερα επίπεδα τα επιτόκια του δανεισμού μας.
Μια άλλη πτυχή του κουρέματος που πιπιλίζουν διάφοροι σχετικοί και άσχετοι είναι η θεσμική πλευρά. Αυτοί οι οποίοι, για παράδειγμα, θα μάς χαρίσουν 150 δισεκατ. ευρώ, αυτομάτως θα πάψουν να είναι φίλοι μας και στην συνέχεια θα έχουν εσωτερικό θεσμικό και πολιτικό πρόβλημα. 
 
Τα κοινοβούλια των χωρών μελών –κάποιες από τις οποίες είναι φτωχότερες από την δική μας– δεν πρόκειται να εγκρίνουν κουρέματα. Επίσης, μια τέτοια λύση θα έχει νομικές επιπλοκές και δεν μπορεί να γίνει χωρίς σκληρότατα ανταλλάγματα. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να κουρέψουμε μόνον το χρέος προς τους εταίρους μας και όχι στα κερδοσκοπικά κεφάλαια και τους άλλους πιστωτές μας, που διακρατούν ακόμη ελληνικά ομόλογα (περίπου 34 δισεκατ. ευρώ). Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα περιπέσουμε σε καθεστώς Αργεντινής, που ακόμη βασανίζεται 13 χρόνια μετά την χρεοκοπία της –και που, παρεμπιπτόντως, έχει 65% χρέος προς ΑΕΠ.
 
Κάποιοι υποστηρίζουν επίσης ότι, αν δεν κουρέψουμε τώρα το χρέος, αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούμε σε πτώχευση. Αυτή η εκδοχή έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, πλην όμως οι φορείς που την διαδίδουν δεν μάς λένε όλη την αλήθεια. Διότι, έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει κίνδυνος χρεοκοπίας –εκτός και αν την προκαλέσουμε οι ίδιοι, από χαρακτηριστική βλακεία… Όπως αναφέρεται στα Νέα, μόνον το 2022 είναι ένα δύσκολο σημείο, όταν λήγει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή των τόκων που έχουμε για τα δάνεια της ευρωζώνης και χρειάζεται να πληρώσουμε 22,5 δισεκατ. ευρώ. Άλλα 12 δισεκατ. ευρώ πρέπει να πληρώσουμε το 2023.
 
 Ήδη, όμως, έχει συμφωνηθεί τα ποσά αυτά να «πακεταριστούν» και η πληρωμή τους να μετατεθεί για αργότερα. Εξάλλου, μία λύση που εστιάζει στην οργάνωση της εξυπηρέτησης του χρέους τώρα δεν στερεί την δυνατότητα από την Ελλάδα να συμμετάσχει με ευνοϊκούς όρους σε μια μεγαλύτερη συζήτηση για την διαχείριση του ευρωπαϊκού χρέους ως σύνολο στο μέλλον. Δεν ισχύει το ίδιο και για μία λύση κουρέματος ονομαστικής αξίας.
 
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση έχει μία σκληρή διαπραγμάτευση μπροστά της που κάποιοι θέλουν να υπονομεύσουν για ευτελείς πολιτικούς λόγους. Γι αυτό και υποστηρίζουν ότι τα επιτόκια θα ανέβουν σε βάθος χρόνου και άρα δεν θα μπορούμε να πληρώνουμε τις δόσεις μας. Όντως, ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός –και η εξέλιξη, κατά τα άλλα ευκταία, εφόσον συνδέεται με την ανάκαμψη της Ευρώπης. Αυτός όμως είναι και ο λόγος για τον οποίο προσερχόμαστε στην διαπραγμάτευση με αίτημα πλέον όχι απλώς την μείωση των επιτοκίων, αλλά το πάγωμά τους σε χαμηλά επίπεδα. Άλλωστε, ούτε τους εταίρους μας συμφέρει να στραγγαλιστεί η ελληνική οικονομία, γιατί δεν θα μπορεί να τους πληρώσει. Το ιδανικό, που επιδιώκει το οικονομικό επιτελείο, είναι να παγώσει τα επιτόκια των διμερών δανείων του πρώτου μνημονίου (53 δισεκατ. ευρώ) στο 0,8%. Δεν σκοπεύει, σε αυτή την φάση τουλάχιστον, να ζητήσει παρέμβαση στα επιτόκια του ESM (140 δισεκατ. ευρώ), καθώς κάτι τέτοιο θα επιβάρυνε τους όρους δανεισμού του ίδιου του ES από την αγορά.
 
Συνεπώς, επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα της διαπραγμάτευσης, στη οποία η Ελλάδα πρέπει να πάει με υψηλό δείκτη σοβαρότητας και ευθύνης, πράγμα που για την ώρα δεν ισχύει απόλυτα. Και αυτό είναι ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας. Παρουσιάζει προς τα έξω αισθητό έλλειμμα εμπιστοσύνης, γι αυτό και η τρόϊκα επιμένει στα «προαπαιτούμενα». Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα δεν δείξει ισχυρή θέληση για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που να πηγαίνουν σε βάθος και να αναιρούν χρόνιες στρεβλώσεις σε χώρους όπως η Δικαιοσύνη, η Δημόσια Διοίκηση, οι αδειοδοτήσεις και η είσπραξη φόρων, στα μάτια των δανειστών θα είναι μία χώρα όμοια με βαρέλι δίχως πάτο.
 
Από την άποψη αυτή, η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή διότι οι δυνάμεις του ζόφου στην χώρα είναι πλειοψηφικές. Αποτελούν δε διττό πρόβλημα. Από την μια πλευρά εμποδίζουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, παράλληλα όμως κλονίζουν την εμπιστοσύνη των εταίρων και δανειστών μας έναντι της χώρας, με αποτέλεσμα, όταν οι τελευταίοι πιέζουν να αλλάξει κάτι, να κατηγορούνται για «γκαουλάϊτερ» και άλλα φαιδρά παρόμοια. Έτσι, η χώρα χάνει σοβαρά ερείσματα.
 
Αν όμως έκανε τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει, σε μία κοινά αποδεκτή λύση διευθέτησης του χρέους θα μπορούσαμε εμείς πλέον να εκπονήσουμε για την συνέχεια τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που τόσο έχουν ανάγκη η κοινωνία και η οικονομία μας, αξιοποιώντας ταυτοχρόνως και την σημαντική οικονομική και τεχνική βοήθεια που μάς παρέχουν οι εταίροι μας. Αντίθετα, ένα κούρεμα δεν αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης και ισοδυναμεί με παραίτηση από κάθε περαιτέρω αίτημα. 
 
Η κυβέρνηση σκοπεύει πράγματι να ζητήσει να μειωθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα από το 4% σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα. Είναι γεγονός, όμως, ότι η ευρωζώνη, επειδή δεν έχει εμπιστοσύνη στην Ελλάδα ότι θα κάνει μόνη της τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, θα θελήσει να χρησιμοποιήσει την ρύθμιση του χρέους ως όπλο για να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι πληροφορίες λένε ότι ειδικά η παράταση των ωριμάνσεων των ομολόγων θα γίνεται σταδιακά, υπό τον όρο της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Αυτό, όμως, θα είναι ένα μπόνους, κάτι διαφορετικό από την απειλή του ξαφνικού θανάτου που υπήρχε έως σήμερα σε κάθε αξιολόγηση, σε περίπτωση μη εκταμίευσης της δόσης.
 
Όλα τα παραπάνω, όμως, για τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης και του συντεχνιακού κράτους δεν είναι καθόλου καλά νέα. Γι αυτό και αποφεύγουν κάθε συζήτηση πάνω στο δημοσίευμα των Νέων. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε δημοσιότητα πάνω σε ένα θέμα στο οποίο οι δυνάμεις του πελατειακού κράτους έχουν κάνει τις μεγαλύτερες επενδύσεις σε δημαγωγία και παραπληροφόρηση.