Αναρτήθηκε από ...... energoipoliteskv.blogspot.com
Στα λάθη στα οποία υπέπεσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα οποία είχαν συνέπειες στην περίπτωση της Ελλάδας αναφέρεται η εφημερίδα Wall Street Journal η οποία υποστηρίζει ότι το Ταμείο θα πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από την χώρα.
«Την περασμένη εβδομάδα η Κριστίν Λαγκάρντ ζήτησε συγγνώμη από τη Βρετανία, αλλά είναι κρίμα που η επικεφαλής του ΔΝΤ δεν έδειξε την ίδια αβροφροσύνη απέναντι στην Ελλάδα αυτή την εβδομάδα» σημειώνει η WSJ προσθέτοντας ότι τα λάθη του Ταμείου κόστισαν πραγματικά στην Ελλάδα.
Οπως εξηγεί ο αρθρογράφος, Σάιμον Νίξον, οι προειδοποιήσεις του ΔΝΤ προς την Βρετανία πως «παίζει με τη φωτά» δεν έκαναν ουσιαστική ζημιά, ωστόσο, τα περσινά λάθη του Ταμείου στην περίπτωση της Ελλάδας είχαν πραγματικές συνέπειες.
Η άρνηση του ΔΝΤ να πιστέψει ότι η Ελλάδα θα πετύχαινε πρωτογενές πλεόνασμα έφερε μια καθυστέρηση επτά μηνών στην εκταμίευση των κρίσιμων δανείων διάσωσης που με τη σειρά της καθυστέρησε την επιστροφή της Αθήνας στις αγορές ομολόγων.
Εάν η Αθήνα είχε υποχωρήσει μπροστά στην απαίτηση του ΔΝΤ για περαιτέρω μέτρα, προκειμένου να μειωθεί το «φανταστικό έλλειμμα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε έναν έβδομο χρόνο ύφεσης.
Δεν λέει συγγνώμη, αλλά η έκθεσή του δείχνει μεταμέλεια
Ακόμη και αν το ΔΝΤ δεν εκστομίζει τη συγγνώμη, γράφει η εφημερίδα, η τελευταία έκθεση δείχνει κάποια σημάδια μεταμέλειας από τη στιγμή που μιλάει για σημαντική πρόοδο στην εξισορρόπηση της οικονομίας.
Για τη WSJ, η αναγνώριση της προόδου της Ελλάδας είναι δικαιολογημένη, αφού δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αντ. Σαμαράς είναι ειλικρινής όταν δηλώνει αποφασισμένος να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε μία μοντέρνα οικονομία της αγοράς.
Σημειώνεται ακόμη ότι η Ελλάδα επιβίωσε από την μεγαλύτερη και πιο άμεση απειλή για την ανάκαμψη, μιας και το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα ενίσχυσε τις πιθανότητες επιβίωσης της κυβέρνησης, έως την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Η WSJ χαρακτηρίζει τον ανασχηματισμό καθησυχαστικό σημάδι πως η κυβέρνηση γνωρίζει πως πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις.
Επιφυλακτική για το μέλλον των τραπεζών
Πάντως, για τη WSJ, το ΔΝΤ έχει δίκιο όταν λέει ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από την κατάσταση του τραπεζικού της κλάδου. Εστω και εάν αυτή η επιφυλακτικότητα δεν βρίσκει σύμφωνους τους διεθνείς επενδυτές που έριξαν 8,5 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες φέτος.
Το ποια από τις δύο πλευρές έχει δίκιο, θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα οι ελληνικές τράπεζες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το βουνό των κόκκινων δανείων, ρυθμίζοντας τα δάνεια των βιώσιμων επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν ξανά, και ρευστοποιώντας τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, ώστε να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους πιο παραγωγικά.
Οπως υπογραμμίζει η Wall Street Journal οι τράπεζες ισχυρίζονται ότι είναι σε καλή θέση να απορροφήσουν τις πιθανές ζημιές από τα κόκκινα δάνεια, ωστόσο, κάτι τέτοιο αναμένεται να κριθεί από τρεις παραμέτρους:
«Τους επόμενους μήνες, θα αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρο ποιος έχει δίκιο. Εάν το ΔΝΤ έχει δίκιο και οι τράπεζες είναι υπεραισιόδοξες στο τι μπορούν να ανακτήσουν από τα κόκκινα δάνεια, τότε η πιστωτική ασφυξία θα συνεχιστεί, πλήττοντας την ανάκαμψη. Αλλά εάν οι τράπεζες -και οι επενδυτές- έχουν δίκιο, τότε η ποιότητα ενεργητικού θα βελτιωθεί γρήγορα μόλις η εμπιστοσύνη επιστρέψει. Τα κόκκινα δάνεια θα ρυθμιστούν άμεσα, ο τραπεζικός δανεισμός θα επιστρέψει, η ανάπτυξη θα ενισχυθεί. Και το επιχείρημα υπέρ της συγνώμης του ΔΝΤ θα είναι συντριπτικό», καταλήγει η εφημερίδα.
Στα λάθη στα οποία υπέπεσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα οποία είχαν συνέπειες στην περίπτωση της Ελλάδας αναφέρεται η εφημερίδα Wall Street Journal η οποία υποστηρίζει ότι το Ταμείο θα πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από την χώρα.
«Την περασμένη εβδομάδα η Κριστίν Λαγκάρντ ζήτησε συγγνώμη από τη Βρετανία, αλλά είναι κρίμα που η επικεφαλής του ΔΝΤ δεν έδειξε την ίδια αβροφροσύνη απέναντι στην Ελλάδα αυτή την εβδομάδα» σημειώνει η WSJ προσθέτοντας ότι τα λάθη του Ταμείου κόστισαν πραγματικά στην Ελλάδα.
Οπως εξηγεί ο αρθρογράφος, Σάιμον Νίξον, οι προειδοποιήσεις του ΔΝΤ προς την Βρετανία πως «παίζει με τη φωτά» δεν έκαναν ουσιαστική ζημιά, ωστόσο, τα περσινά λάθη του Ταμείου στην περίπτωση της Ελλάδας είχαν πραγματικές συνέπειες.
Η άρνηση του ΔΝΤ να πιστέψει ότι η Ελλάδα θα πετύχαινε πρωτογενές πλεόνασμα έφερε μια καθυστέρηση επτά μηνών στην εκταμίευση των κρίσιμων δανείων διάσωσης που με τη σειρά της καθυστέρησε την επιστροφή της Αθήνας στις αγορές ομολόγων.
Εάν η Αθήνα είχε υποχωρήσει μπροστά στην απαίτηση του ΔΝΤ για περαιτέρω μέτρα, προκειμένου να μειωθεί το «φανταστικό έλλειμμα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε έναν έβδομο χρόνο ύφεσης.
Δεν λέει συγγνώμη, αλλά η έκθεσή του δείχνει μεταμέλεια
Ακόμη και αν το ΔΝΤ δεν εκστομίζει τη συγγνώμη, γράφει η εφημερίδα, η τελευταία έκθεση δείχνει κάποια σημάδια μεταμέλειας από τη στιγμή που μιλάει για σημαντική πρόοδο στην εξισορρόπηση της οικονομίας.
Για τη WSJ, η αναγνώριση της προόδου της Ελλάδας είναι δικαιολογημένη, αφού δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αντ. Σαμαράς είναι ειλικρινής όταν δηλώνει αποφασισμένος να μεταμορφώσει την Ελλάδα σε μία μοντέρνα οικονομία της αγοράς.
Σημειώνεται ακόμη ότι η Ελλάδα επιβίωσε από την μεγαλύτερη και πιο άμεση απειλή για την ανάκαμψη, μιας και το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα ενίσχυσε τις πιθανότητες επιβίωσης της κυβέρνησης, έως την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Η WSJ χαρακτηρίζει τον ανασχηματισμό καθησυχαστικό σημάδι πως η κυβέρνηση γνωρίζει πως πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις.
Επιφυλακτική για το μέλλον των τραπεζών
Πάντως, για τη WSJ, το ΔΝΤ έχει δίκιο όταν λέει ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από την κατάσταση του τραπεζικού της κλάδου. Εστω και εάν αυτή η επιφυλακτικότητα δεν βρίσκει σύμφωνους τους διεθνείς επενδυτές που έριξαν 8,5 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες φέτος.
Το ποια από τις δύο πλευρές έχει δίκιο, θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα οι ελληνικές τράπεζες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το βουνό των κόκκινων δανείων, ρυθμίζοντας τα δάνεια των βιώσιμων επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν ξανά, και ρευστοποιώντας τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, ώστε να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους πιο παραγωγικά.
Οπως υπογραμμίζει η Wall Street Journal οι τράπεζες ισχυρίζονται ότι είναι σε καλή θέση να απορροφήσουν τις πιθανές ζημιές από τα κόκκινα δάνεια, ωστόσο, κάτι τέτοιο αναμένεται να κριθεί από τρεις παραμέτρους:
- Εάν η κυβέρνηση επιμείνει στη δέσμευσή της για άρση της αναστολής απαγόρευσης των πλειστηριασμών στα τέλη του έτους.
- Εάν μπορέσουν να εξυγιάνουν τα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων τους χωρίς να πυροδοτήσουν την περαιτέρω πτώση των τιμών των ακινήτων.
- Εάν μεγάλο μέρος της ρευστότητας που εξαφανίστηκε στο εξωτερικό και κάτω από τα στρώματα κατά τη διάρκεια της κρίσης, είναι διαθέσιμο για να πληρωθούν τα δάνεια.
«Τους επόμενους μήνες, θα αρχίσει να γίνεται ξεκάθαρο ποιος έχει δίκιο. Εάν το ΔΝΤ έχει δίκιο και οι τράπεζες είναι υπεραισιόδοξες στο τι μπορούν να ανακτήσουν από τα κόκκινα δάνεια, τότε η πιστωτική ασφυξία θα συνεχιστεί, πλήττοντας την ανάκαμψη. Αλλά εάν οι τράπεζες -και οι επενδυτές- έχουν δίκιο, τότε η ποιότητα ενεργητικού θα βελτιωθεί γρήγορα μόλις η εμπιστοσύνη επιστρέψει. Τα κόκκινα δάνεια θα ρυθμιστούν άμεσα, ο τραπεζικός δανεισμός θα επιστρέψει, η ανάπτυξη θα ενισχυθεί. Και το επιχείρημα υπέρ της συγνώμης του ΔΝΤ θα είναι συντριπτικό», καταλήγει η εφημερίδα.