Αναρτήθηκε από ...... energoipolitekv.blogspo.com
του Komal Sri Kumar
του Komal Sri Kumar
Το mea culpa του ΔΝΤ και η ανάγκη να υπάρξει... chapter 11 και για τα
κράτη. Οι συνταγές του ΔΝΤ στις προηγούμενες κρίσεις, τα νέα δεδομένα
και τι πραγματικά χρειάζονταν η Ελλάδα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει παραδεχτεί ότι διέπραξε σοβαρά λάθη στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την ελληνική διάσωση το Μαϊο του 2010.
Στο mea culpa που εξέδωσε αυτό το μήνα, ανέφερε ότι με την παροχή χρηματοδότησης ως αντάλλαγμα για τα μέτρα λιτότητας, υποτίμησε τις αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Το χρέος έπρεπε να είχε αναδιαρθρωθεί νωρίτερα και να μειωθεί σε επίπεδο που θα επέτρεπε την μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του.
Το ΔΝΤ δεν έπρεπε να βρεθεί προ εκπλήξεων. Η βαθιά ύφεση στην Ελλάδα και η επιδείνωση των δεικτών του χρέους ήταν προβλέψιμα αποτελέσματα. Το Δεκέμβριο του 2010 είχα ταχθεί σε αυτήν εδώ την στήλη υπέρ της μείωσης του χρέους αντί για την παροχή ρευστότητας από την τρόικα του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ υποκύπτει σε αυτό το λάθος. Χρειάστηκαν εφτά χρόνια, από το 1982 όταν ξέσπασε η κρίση στο Μεξικό, μέχρι το 1989 όταν εφαρμόστηκε το Σχέδιο Μπρέιντι, προτού η Λατινική Αμερική κερδίσει το όφελος της μείωσης του χρέους, των χαμηλότερων επιτοκίων και των μετατρέψιμων ομολόγων. Η καθυστέρηση είχε σαν αποτέλεσμα μια "χαμένη δεκαετία" για την περιοχή όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.
Και τον Ιανουάριο του 1999, το ΔΝΤ δήλωσε ότι στην απάντηση του στην Ασιατική κρίση, δεν είχε υπολογίσει σωστά το μέγεθος της ύφεσης στην Ταϊλάνδη, την Νότιο Κορέα και την Ινδονησία. Το πνεύμα και τα συμπεράσματα της ανακοίνωσης ήταν παρόμοια με την απολογία αυτού του μήνα.
Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη στα λάθη αυτά. Το ΔΝΤ παραδοσιακά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη ρευστότητας, όταν στην πραγματικότητα οι κρίσεις ενέχουν πάντα την απώλεια πιστοληπτικής αξιοπιστίας. Το Μεξικό τη δεκαετία του 1970, η Ρωσία και η Ασία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και η Ελλάδα στα χρόνια πριν την κρίση του 2009, δανείστηκαν τεράστια ποσά τα οποία δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πρόβλεψη του ΔΝΤ ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί πάνω από το 120% το 2020 – επίπεδο που παραμένει επικίνδυνα υψηλό – παρά το οικονομικό πακέτο της τρόικας, θα έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμό. Αλλά το ΔΝΤ προχώρησε κανονικά με το πρόγραμμα.
Η οικονομική βοήθεια της τρόικα επέτρεψε στις ξένες τράπεζες να συνεχίσουν να αποτιμούν τα δάνεια στο άρτιο και να αποφύγουν τις απώλειες για τα ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους. Επίσης, οι στόχοι για τις τράπεζες και τους Έλληνες πολίτες ήταν διαφορετικοί. Ενώ το πραγματικό ΑΕΠ ήταν 17% χαμηλότερο το 2012 από ότι το 2009, έναντι πρόβλεψης του ΔΝΤ για πτώση 5,5%, τα επίσημα δάνεια διάσωσης επέτρεπαν στην ελληνική κυβέρνηση να πληρώνει τους ιδιώτες δανειστές.
Την ίδια ώρα, η διαδικασία της διάσωσης αποθάρρυνε νέους ιδιώτες επενδυτές να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό, καθώς γνώριζαν ότι τα δάνεια δεν θα κάλυπταν την ονομαστική τους αξία. Η αγορά τονώθηκε πλασματικά από την στήριξη της τρόικα, αποστερώντας την Ελλάδα από την σημαντική πηγή χρηματοδότησης των ιδιωτών επενδυτών.
Στο εγχώριο μέτωπο, η ελληνική οικονομία έπεσε σε ένα καθοδικό φαύλο κύκλο. Με τις ιδιωτικές πιστωτικές αγορές να έχουν σταματήσει να λειτουργούν, οι περικοπές στις κυβερνητικές δαπάνες και οι μειώσεις στην απασχόληση έπρεπε να είναι μεγαλύτερες από ότι αν είχε μειωθεί το χρέος. Το ΑΕΠ υποχώρησε περισσότερο από τις προβλέψεις και ο λόγος του χρέους ήταν χειρότερος.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να είχε αποφύγει αυτή την εξέλιξη ; Αν οι δανειστές είχαν αναγκαστεί να δεχθούν γρήγορα απώλειες στα δάνεια τους, η ιστορία μπορεί να είχε τελειώσει διαφορετικά. Νέοι επενδυτές θα είχαν προσφέρει κεφάλαια με καλύτερες αποτιμήσεις και το κούρεμα στα υπάρχοντα δάνεια θα μείωνε το λόγο του χρέους. Επίσης, η κεφαλαιακή δομή της Ελλάδα θα είχε βελτιωθεί, καθώς οι εισροές κεφαλαίων θα αντικαθιστούσαν το μειούμενο χρέος. Η αυξανόμενη εξάρτηση από το χρέος από τότε που η Ελλάδα έγινε μέλος της ευρωζώνης το 2001, ήταν μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης.
Γενικότερα, η εμπειρία του ΔΝΤ με τις αναδιαρθρώσεις χρέους τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δείχνει την ανάγκη για μια διαδικασία μείωσης του κρατικού χρέους ανάλογη με το άρθρο 11 του πτωχευτικού κώδικα των ΗΠΑ. Ο προτεινόμενος κώδικας πρέπει να αντικαταστήσει το υφιστάμενο σύστημα, υπό το οποίο οι δανειστές αποφεύγουν τις απώλειες, ενώ καταβαραθρώνεται το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων.
Όταν θα παρατηρείται επιδείνωση στους δείκτες – μια αύξηση στο λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ, επίμονα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, μεγάλη αποδυνάμωση του νομίσματος – το χρέος θα αρχίζει να συναλλάσσεται με έκπτωση από την ονομαστική του αξία. Τότε οι πιστωτές και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συζητούν πάνω σε διαδικασίες για τη διαχείριση του χρέους.
Αυτός είναι ο μηχανισμός της αγοράς που πρέπει να καθορίζει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις για την προσέλκυση κεφαλαίων και όχι η πανίσχυρη τρόικα.
Όπως και στις χρεοκοπίες εταιρειών, η προτεινόμενη διαδικασία θα προκαλέσει μια σύμπτωση συμφερόντων μεταξύ των δανειστών και των υπερχρεωμένων κυβερνήσεων. Κάποιοι δανειστές μπορεί να επιλέξουν την μετατροπή δανείων σε μετοχές, ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να τα κρατήσουν, ελπίζοντας ότι θα αυξηθεί η αξία τους. Όλα τα μέρη θα επωφεληθούν από την γρήγορη επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Εν συντομία, η παραδοχή του ΔΝΤ για τα λάθη του, θα έχει θετικό αντίκτυπο αν δημιουργηθεί μια νέα δομή διαχείρισης κρίσεων που θα περιορίζει την οικονομική πτώση και ευθυγραμμίζει καλύτερα τα συμφέροντα των διάφορων εμπλεκομένων μερών μέσα από μια γρήγορη εισαγωγή του μηχανισμού της αγοράς.
* Πρόεδρος της Sri-Kumar Global Strategies
Στο mea culpa που εξέδωσε αυτό το μήνα, ανέφερε ότι με την παροχή χρηματοδότησης ως αντάλλαγμα για τα μέτρα λιτότητας, υποτίμησε τις αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Το χρέος έπρεπε να είχε αναδιαρθρωθεί νωρίτερα και να μειωθεί σε επίπεδο που θα επέτρεπε την μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του.
Το ΔΝΤ δεν έπρεπε να βρεθεί προ εκπλήξεων. Η βαθιά ύφεση στην Ελλάδα και η επιδείνωση των δεικτών του χρέους ήταν προβλέψιμα αποτελέσματα. Το Δεκέμβριο του 2010 είχα ταχθεί σε αυτήν εδώ την στήλη υπέρ της μείωσης του χρέους αντί για την παροχή ρευστότητας από την τρόικα του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ υποκύπτει σε αυτό το λάθος. Χρειάστηκαν εφτά χρόνια, από το 1982 όταν ξέσπασε η κρίση στο Μεξικό, μέχρι το 1989 όταν εφαρμόστηκε το Σχέδιο Μπρέιντι, προτού η Λατινική Αμερική κερδίσει το όφελος της μείωσης του χρέους, των χαμηλότερων επιτοκίων και των μετατρέψιμων ομολόγων. Η καθυστέρηση είχε σαν αποτέλεσμα μια "χαμένη δεκαετία" για την περιοχή όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση.
Και τον Ιανουάριο του 1999, το ΔΝΤ δήλωσε ότι στην απάντηση του στην Ασιατική κρίση, δεν είχε υπολογίσει σωστά το μέγεθος της ύφεσης στην Ταϊλάνδη, την Νότιο Κορέα και την Ινδονησία. Το πνεύμα και τα συμπεράσματα της ανακοίνωσης ήταν παρόμοια με την απολογία αυτού του μήνα.
Υπάρχει μια κοινή συνισταμένη στα λάθη αυτά. Το ΔΝΤ παραδοσιακά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη ρευστότητας, όταν στην πραγματικότητα οι κρίσεις ενέχουν πάντα την απώλεια πιστοληπτικής αξιοπιστίας. Το Μεξικό τη δεκαετία του 1970, η Ρωσία και η Ασία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και η Ελλάδα στα χρόνια πριν την κρίση του 2009, δανείστηκαν τεράστια ποσά τα οποία δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πρόβλεψη του ΔΝΤ ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί πάνω από το 120% το 2020 – επίπεδο που παραμένει επικίνδυνα υψηλό – παρά το οικονομικό πακέτο της τρόικας, θα έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμό. Αλλά το ΔΝΤ προχώρησε κανονικά με το πρόγραμμα.
Η οικονομική βοήθεια της τρόικα επέτρεψε στις ξένες τράπεζες να συνεχίσουν να αποτιμούν τα δάνεια στο άρτιο και να αποφύγουν τις απώλειες για τα ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους. Επίσης, οι στόχοι για τις τράπεζες και τους Έλληνες πολίτες ήταν διαφορετικοί. Ενώ το πραγματικό ΑΕΠ ήταν 17% χαμηλότερο το 2012 από ότι το 2009, έναντι πρόβλεψης του ΔΝΤ για πτώση 5,5%, τα επίσημα δάνεια διάσωσης επέτρεπαν στην ελληνική κυβέρνηση να πληρώνει τους ιδιώτες δανειστές.
Την ίδια ώρα, η διαδικασία της διάσωσης αποθάρρυνε νέους ιδιώτες επενδυτές να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό, καθώς γνώριζαν ότι τα δάνεια δεν θα κάλυπταν την ονομαστική τους αξία. Η αγορά τονώθηκε πλασματικά από την στήριξη της τρόικα, αποστερώντας την Ελλάδα από την σημαντική πηγή χρηματοδότησης των ιδιωτών επενδυτών.
Στο εγχώριο μέτωπο, η ελληνική οικονομία έπεσε σε ένα καθοδικό φαύλο κύκλο. Με τις ιδιωτικές πιστωτικές αγορές να έχουν σταματήσει να λειτουργούν, οι περικοπές στις κυβερνητικές δαπάνες και οι μειώσεις στην απασχόληση έπρεπε να είναι μεγαλύτερες από ότι αν είχε μειωθεί το χρέος. Το ΑΕΠ υποχώρησε περισσότερο από τις προβλέψεις και ο λόγος του χρέους ήταν χειρότερος.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να είχε αποφύγει αυτή την εξέλιξη ; Αν οι δανειστές είχαν αναγκαστεί να δεχθούν γρήγορα απώλειες στα δάνεια τους, η ιστορία μπορεί να είχε τελειώσει διαφορετικά. Νέοι επενδυτές θα είχαν προσφέρει κεφάλαια με καλύτερες αποτιμήσεις και το κούρεμα στα υπάρχοντα δάνεια θα μείωνε το λόγο του χρέους. Επίσης, η κεφαλαιακή δομή της Ελλάδα θα είχε βελτιωθεί, καθώς οι εισροές κεφαλαίων θα αντικαθιστούσαν το μειούμενο χρέος. Η αυξανόμενη εξάρτηση από το χρέος από τότε που η Ελλάδα έγινε μέλος της ευρωζώνης το 2001, ήταν μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης.
Γενικότερα, η εμπειρία του ΔΝΤ με τις αναδιαρθρώσεις χρέους τις τελευταίες τρεις δεκαετίες δείχνει την ανάγκη για μια διαδικασία μείωσης του κρατικού χρέους ανάλογη με το άρθρο 11 του πτωχευτικού κώδικα των ΗΠΑ. Ο προτεινόμενος κώδικας πρέπει να αντικαταστήσει το υφιστάμενο σύστημα, υπό το οποίο οι δανειστές αποφεύγουν τις απώλειες, ενώ καταβαραθρώνεται το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων.
Όταν θα παρατηρείται επιδείνωση στους δείκτες – μια αύξηση στο λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ, επίμονα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, μεγάλη αποδυνάμωση του νομίσματος – το χρέος θα αρχίζει να συναλλάσσεται με έκπτωση από την ονομαστική του αξία. Τότε οι πιστωτές και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συζητούν πάνω σε διαδικασίες για τη διαχείριση του χρέους.
Αυτός είναι ο μηχανισμός της αγοράς που πρέπει να καθορίζει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις για την προσέλκυση κεφαλαίων και όχι η πανίσχυρη τρόικα.
Όπως και στις χρεοκοπίες εταιρειών, η προτεινόμενη διαδικασία θα προκαλέσει μια σύμπτωση συμφερόντων μεταξύ των δανειστών και των υπερχρεωμένων κυβερνήσεων. Κάποιοι δανειστές μπορεί να επιλέξουν την μετατροπή δανείων σε μετοχές, ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να τα κρατήσουν, ελπίζοντας ότι θα αυξηθεί η αξία τους. Όλα τα μέρη θα επωφεληθούν από την γρήγορη επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Εν συντομία, η παραδοχή του ΔΝΤ για τα λάθη του, θα έχει θετικό αντίκτυπο αν δημιουργηθεί μια νέα δομή διαχείρισης κρίσεων που θα περιορίζει την οικονομική πτώση και ευθυγραμμίζει καλύτερα τα συμφέροντα των διάφορων εμπλεκομένων μερών μέσα από μια γρήγορη εισαγωγή του μηχανισμού της αγοράς.
* Πρόεδρος της Sri-Kumar Global Strategies