Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους

Αναρτήθηκε από ..... energoipoliteskv.blogspot.com


του Γιώργου Ιωαννίδη

Ξεκινάω από μια εκτίμηση και τρεις διαπιστώσεις. Η εκτίμηση είναι ότι στις αρχές του 2014 η Τρόϊκα θα εγκρίνει ακόμα μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η οποία θα σχετίζεται με το ύψος του επιτοκίου, την περίοδο χάρητος καθώς και ένα ενδεχόμενο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους που έχουν στην κατοχή τους οι άλλες χώρες της ευρωζώνης. Τυπικά, προϋπόθεση για την αναδιάρθρωση είναι να εμφανιστεί πλεόνασμα στον ισολογισμό του 2013, αλλά νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ακόμα και με ένα μικρό έλλειμμα το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Άλλωστε το ΔΝΤ επιθυμεί σφοδρά την απεμπλοκή τόσο από το Ελληνικό όσο και από το ευρωπαϊκό πρόβλημα και η ενδεχόμενη αναδιάρθρωση μπορεί να αποτελέσει την τελευταία πράξη ενός έργου το οποίο μάλλον δεν έχει στεφθεί με επιτυχία. Εν κατακλείδι, η εικόνα του δημόσιου χρέους στις αρχές του 2014 –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ωρίμανση του– θα είναι αρκετά διαφορετική και καλύτερη απ’ ό,τι εμφανίζεται σήμερα.

Παρά ταύτα, αυτή η εξέλιξη ενδεχομένως να μην μπορέσει να απαντήσει στο ελληνικό πρόβλημα διότι ταυτόχρονα ισχύουν τρεις διαπιστώσεις.

Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι το 2014 λήγει το πρόγραμμα δανειακής στήριξης της Ελλάδος, αλλά η οικονομία δεν έχει καταφέρει ακόμα να βγει από την ύφεση. Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους (αποπληρωμή και τοκοχρεολύσια) μηδενιστούν παραμένει το γεγονός ότι η οικονομία θα συνεχίζει να συρρικνώνεται, άρα εξ ορισμού να δημιουργεί ελλείμματα τα οποία πρέπει με κάποιο τρόπο να εξυπηρετηθούν.

Επομένως, παραμένει ζητούμενο ο τρόπος κάλυψης του «δημοσιονομικού κενού» της περιόδου 2015-2017 το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει ακόμα και στα 50 δισ. Ενδεχομένως να χρειαστεί ένα ακόμα Μνημόνιο το οποίο όμως δεν είναι βέβαιο ποιος θα το χρηματοδοτήσει (μόνο η Ε.Ε., μόνο η Ευρωζώνη, το ΔΝΤ;). Με άλλα λόγια, το πρόβλημα με το Μνημόνιο δεν θα είναι μόνο οι καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες που επέφερε αλλά το γεγονός ότι χωρίς τα χρήματα που το συνοδεύουν-αν «δεν βγαίνουν τα νούμερα».

Η δεύτερη διαπίστωση αφορά την αδυναμία ενίσχυσης των φορολογικών εσόδων ή περαιτέρω περικοπής δαπανών, δηλαδή την αδυναμία χρηματοδότησης του δημοσιονομικού κενού από εθνικούς πόρους. Αν και υπάρχουν πάντα δυνατότητες εξορθολογισμού και καλύτερης διαχείρισης των δαπανών, τα μακροσκοπικά αποτελέσματα θα είναι περιορισμένα. Επίσης, πρέπει να συνυπολογιστεί ότι μετά τις περικοπές το κοινωνικό κράτος έχει περισταλεί σε τέτοιο βαθμό που αδυνατεί να ανταποκριθεί ακόμα και στις πιο στοιχειώδεις υποχρεώσεις του ενώ περαιτέρω περικοπές θα έχουν τρομερές συνέπειες. Αντίστοιχα, ακόμα και εάν υπάρχει η δυνατότητα να αντληθούν κάποιοι πόροι από την περίφημη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αυτοί οι πόροι ούτε είναι τόσοι όσοι θέλουμε να πιστεύουμε δεδομένου ότι μετά από 6 χρόνια ύφεσης τμήμα αυτού του κρυμμένου πλούτου έχει καταναλωθεί. Δευτερεύοντος ακόμα και εάν αντληθούν αυτοί οι πόροι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την ελάφρυνση μισθωτών, συνταξιούχων, ανέργων κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, η φορολογική μεταρρύθμιση είναι μεν αναγκαία, αλλά κυρίως για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και προκειμένου να υπάρξει εσωτερική ανακατανομή του φορολογικού βάρους. Εάν περιμένουμε από την φορολογική μεταρρύθμιση να αντλήσουμε 10 δισ. περισσότερα από μια οικονομία που μπαίνει στον έκτο χρόνο ύφεσης απλά αιθεροβατούμε.

Η τρίτη διαπίστωση αφορά το γεγονός ότι η βαθύτερη –σε σχέση με την αρχικά εκτιμημένη– ύφεση κατέστησε ανεπαρκή ακόμα και τη χρηματοδότηση που λαμβάνουμε στα πλαίσια του Μνημονίου. Αυτό προκάλεσε όχι μόνο την διπλή αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους, αλλά επίσης την συνέχιση του δανεισμού μέσω της έκδοσης Εντόκων Γραμματίων τα οποία ως γνωστό έχουν μικρότερη διάρκεια και πολύ υψηλότερα επιτόκια. Με άλλα λόγια, η διπλή αναδιάρθρωση του χρέους δεν οδήγησε στην ελάφρυνση των υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου, απλά εξουδετέρωσε μερικώς τις συνέπειες της βαθύτερης ύφεσης στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογή.

Το υπόλοιπο μέρος εξουδετερώθηκε από τα Έντοκα Γραμμάτια το ύψος των οποίων για το 2013 προσεγγίζει τα 14,9 δισ. ευρώ.

Εν κατακλείδι, ακόμα και εάν αδιαφορήσουμε παντελώς για τις κοινωνικές συνέπειες του Μνημονίου, ακόμα και εάν υποκριθούμε ότι δεν γνωρίζουμε την οριακή κοινωνική κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί, το νέο πρόβλημα που προστίθεται είναι το μακροοικονομικό. Η χώρα δεν έχει τρόπο να χρηματοδοτήσει τις λειτουργίες της διότι είναι σε παρατεταμένη ύφεση και δεν μπορεί να δανειστεί. Πρέπει να βρεθεί επειγόντως μία πηγή χρηματοδότησης.
Υπάρχουν δύο αλήθειες πάνω στις οποίες μπορούμε να στηριχθούμε. Αφενός το ότι τα πράγματα στην πολιτική, στην οικονομία, στην οικονομική πολιτική δεν είναι ποτέ σταθερά, αφετέρου ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Αυτό που χρειάζεται είναι μια πρόταση διεξόδου η οποία μολονότι προϋποθέτει ρήξεις να παραμένει ρεαλιστική, δηλαδή εφικτή. Η πρόταση αυτή δεν μπορεί παρά να ενσωματώνει οργανικά το ευρωπαϊκό πλαίσιο τόσο διότι δεν υπάρχει άλλος που να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την ελληνική οικονομία, όσο και διότι το πρόβλημα της Ελλάδας, παρά τις ιδιαιτερότητές του, στην ουσία είναι πρόβλημα ευρωπαϊκό. Αναζητούμε επομένως μια ευρωπαϊκή λύση. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι μέσω των οποίων μπορεί η Ευρώπη να δώσει λεφτά.

Ο πρώτος είναι η σημαντική ενίσχυση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Ο τριπλασιασμός του θα έδινε εργαλεία διαχείρισης δεδομένου ότι εξ’ ορισμού οι προϋπολογισμοί λειτουργούν και αναδιανεμητικά. Από πολιτικής άποψης όμως, είναι μάλλον απίθανο οι πλούσιες χώρες του Βορρά να αναλάβουν αυτό το βάρος πόσο μάλλον όταν σε λίγο ενίσχυση δεν θα χρειάζονται μόνο τα PIGS αλλά και το Βέλγιο ενδεχομένως και η Γαλλία.

Ο δεύτερος είναι το ευρωομόλογο. Η πρόταση είναι αναγκαίο να προχωρήσει αλλά σε αυτές τις συνθήκες ενέχει προβλήματα. Τα κυριότερα είναι ότι η έκδοση ευρώ-ομολόγου θα αυξήσει το κόστος δανεισμού των πλουσιότερων χωρών (αφού στην ουσία αυτές εγγυώνται την αποπληρωμή του), ενώ δεν έχει διατυπωθεί πειστική πρόταση που θα αποτρέπει τον περίφημο ηθικό κίνδυνο (δηλαδή το «χαλάρωμα» της δημοσιονομικής πολιτικής όλων). Και μπορεί οι ενστάσεις που εγείρονται σε σχέση με το ευρω-ομόλογο να είναι αστείες σε ό,τι αφορά το οικονομικό τους σκέλος, αλλά δυστυχώς δεν είμαστε σε αίθουσα αμφιθεάτρου. Εάν η κα Μέρκελ το θεωρεί κακό για την Γερμανία τότε απλά δεν θα το υιοθετήσει. Το εάν είχε δίκιο ή όχι θα το δείξει η ιστορία. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το σήμερα, το τώρα.

Ωστόσο, εκτός από τα παραπάνω υπάρχει και μια τρίτη λύση, περισσότερο εφικτή διότι δεν σημαίνει την επιβάρυνση κάποιου έναντι κάποιου άλλου. Προϋποθέτει απλά μια –σημαντική– θεσμική αλλαγή. Ας φανταστούμε για παράδειγμα ότι το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή της ευρωπαϊκής εκδοτικής αρχής, τροποποιείται. Η ιδέα είναι απλή. Κάθε κράτος-μέλος της ευρωζώνης που βρίσκεται σε ύφεση βαθύτερη του 2% για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών να μπορεί να πουλά ομόλογα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς ένα χαμηλό επιτόκιο (π.χ. 1,5%). Η αποπληρωμή αυτού του χρέους αρχίζει μετά από δύο έτη θετικών ρυθμών μεγέθυνσης. Το ύψος του δανεισμού δεν είναι αυθαίρετο. Τα κράτη που κάνουν χρήση του μηχανισμού μπορούν να δανειστούν ποσά που ισούνται με το άθροισμα των δαπανών κοινωνικής προστασίας (ενδεχομένως με εξαίρεση τις δαπάνες συντάξεων και υγείας) και των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Από την μεριά της, η Ε.Κ.Τ. χρηματοδοτεί την αγορά με τον τρόπο που το κάνουν όλες οι Κεντρικές Τράπεζες του πλανήτη: τυπώνοντας χρήμα.

Μία τέτοια πρόταση έχει πολλαπλά οφέλη. Κατ’ αρχήν, δημιουργεί ισχυρό αντικίνητρο για την περιστολή των κοινωνικών δαπανών οι οποίες παίζουν σημαντικότερο ρόλο σε περιβάλλοντα ύφεσης. Κατά δεύτερο λόγο, δημιουργεί ισχυρό κίνητρο για την διατήρηση ή και ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων άρα την γρηγορότερη ενεργοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Τρίτον, δεν δημιουργεί προβλήματα πληθωρισμού δεδομένου ότι οι πόροι πηγαίνουν σε οικονομίες σε ύφεση που αντιμετωπίζουν αποπληθωρισμό. Οι επιπλέον πόροι θα αυξήσουν το προϊόν όχι τις τιμές. Τέταρτον, δεν επιβαρύνει ούτε τον Γερμανό, ούτε τον Σουηδό, ούτε κανέναν αφού δεν χρειάζεται να πληρώσουν τίποτα. Τέλος, η λύση δεν είναι «α λα καρτ» αλλά ισχύει για όλα τα μέλη της ευρωζώνης με τους ίδιους κανόνες.

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το υφιστάμενο καταστατικό της Ε.Κ.Τ. δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα. Αυτό όμως αλλάζει. Σε τελική ανάλυση η Ιδρυτική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρητά απαγόρευε προγράμματα διάσωσης (bail-outplans). Στην ανάγκη και οι θεοί πείθονται λέει το γνωμικό χρειάζεται όμως και κάποιος να τους πείσει. Κάπως έτσι, ερχόμαστε και στα δικά μας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις από την πρώτη στιγμή της ύφεσης έτρεχαν πίσω από τις εξελίξεις. Επικεντρώθηκαν στην διαχείριση του τώρα αποφεύγοντας να σχεδιάσουν μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική. Αυτή μας ήρθε από έξω και κατέληξε εκεί που ξέρουμε. Η ελληνική προεδρία όμως δίνει άλλες δυνατότητες που πρέπει να αξιοποιηθούν. Θα γίνει;

* Ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης είναι οικονομολόγος PhD - Συντονιστής του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής της ΔΗΜ.ΑΡ.

Από .........  capital


Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: